Η Σαουδική Αραβία «ποντάρει» πολλά στον Τραμπ

Η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της στον Κόλπο ελπίζουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα τους επαναφέρει σε θέση ισχύος έναντι του Ιράν, όμως φοβούνται ότι μια πιθανή κατάρρευση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει περισσότερο τη Μέση Ανατολή, σύμφωνα με τους ειδικούς.

«Τα οκτώ χρόνια της διακυβέρνησης (του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ) Ομπάμα κατέστρεψαν εντελώς την ισορροπία» των δυνάμεων στην περιοχή, που ταλανίζεται από συγκρούσεις και την επέκταση των τζιχαντιστών, εκτιμά ο Μουστάφα Αλάνι αναλυτής του Κέντρου Ερευνών Κόλπου στη Γενεύη.

Ο Ομπάμα «αγνόησε την επεκτατική πολιτική του Ιράν και ήταν πολύ συνετός στην υποστήριξη που παρείχε στις χώρες του Κόλπου», οι οποίες ελπίζουν ότι «θα επανέλθει η περιφερειακή ισορροπία υπό τον Τραμπ», πρόσθεσε.

Οι αραβικές χώρες του Κόλπου έχουν εξεγερθεί ενάντια «στις επεμβάσεις» του Ιράν στη Συρία, τον Λίβανο, το Ιράκ και την Υεμένη και αντιμετώπισαν πολύ άσχημα την άρνηση του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου να επέμβει στρατιωτικά κατά της Δαμασκού.

Μεταξύ των ανθρώπων-κλειδιά στην κυβέρνηση Τραμπ τρεις είναι γνωστοί για τη δυσπιστία τους απέναντι στην Τεχεράνη: ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Μάικλ Φλιν, ο επικεφαλής του Πενταγώνου Τζέιμς Μάτις και ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον.

«Οι τρεις αυτοί αντιμετωπίζουν το Ιράν ως μια πιθανή σοβαρή απειλή και αναγνωρίζουν τη στρατηγική σημασία του Ιράκ και τον ρόλο των αραβικών κρατών στην αποθάρρυνση του Ιράν», υπογραμμίζει ο Άντονι Κόρντσμαν αναλυτής του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Ερευνών της Ουάσινγκτον.

Ήδη αμέσως μετά την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου, οι αραβικές χώρες του Κόλπου θα παρακολουθούν στενά την πολιτική του Τραμπ αναφορικά με το Ιράν, κυρίως σε ό,τι αφορά την ιστορική συμφωνία που υπεγράφη το 2015 με στόχο τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης με αντάλλαγμα την άρση των διεθνών κυρώσεων εναντίον της.

Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε δεσμευθεί «να σκίσει» τη συμφωνία αυτή, την οποία είχε χαρακτηρίσει «τη χειρότερη που έχει συναφθεί ποτέ».

Μια τέτοια προοπτική ανησυχεί τις χώρες του Κόλπου, οι οποίες όμως επικρίνουν τη συμφωνία καθώς τη θεωρούν δείγμα προσέγγισης της Ουάσινγκτον προς την Τεχεράνη.

Αν και περιέχει «πολλές αδυναμίες και ελαττώματα» το Ριάντ και οι σύμμαχοί του «δεν θέλουν να δουν τον Τραμπ να την τροποποιεί χωρίς να γνωρίζουν με τι θα την αντικαταστήσει», τόνισε ο Αλάνι.

Οι Ιρανοί δεν θα δεχθούν να κάνουν υποχωρήσεις, τουλάχιστον έως τις προεδρικές εκλογές του Μαΐου. Και «αν πρόκειται να αντικατασταθεί (η συμφωνία) με πόλεμο, δεν πιστεύω ότι η περιοχή είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση», προειδοποίησε ο ειδικός.

Ο Ρίτσαρντ ΛεΜπάρον του Atlantic Council της Ουάσινγκτον εκτιμά ότι η συμφωνία «θα επιβιώσει με κάποιες τροποποιήσεις στις κυρώσεις και πολλές έντονες συζητήσεις». Οι χώρες του Κόλπου «θα συμβουλεύσουν τον Τραμπ να τη διατηρήσει, παρά να προκαλέσει μια νέα τεράστια αβεβαιότητα στη χώρα», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον Κόρντσμαν, ο Τραμπ ίσως «επιλέξει να ζήσει (με τη συμφωνία) και να επικεντρωθεί σε άλλες εκδοχές της ιρανικής απειλής, όπως η ανάπτυξη πυραύλων και ο κίνδυνος για τη ναυσιπλοΐα στον Κόλπο».

Οι ιρανικοί βαλλιστικοί πύραυλοι αποτελούν «μεγάλη πηγή ανησυχίας στην περιοχή», επιβεβαιώνει και ο Αλάνι.

Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και αραβικών χωρών του Κόλπου ήταν τεταμένες επί διακυβέρνησης Ομπάμα και επειδή ο απερχόμενος πρόεδρος επέκρινε πέρυσι του Σαουδάραβες ότι προσπάθησαν να επηρεάσουν άλλες μουσουλμανικές χώρες με την ακραία ιδεολογία τους για το ισλάμ.

Οι Σαουδάραβες επικρίνονται συχνά από τη Δύση επειδή χρηματοδοτούν ακραία τεμένη και τροφοδοτούν τον εξτρεμισμό, αν και συμμετέχουν στον διεθνή συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους.

Το θέμα του ισλάμ αναμένεται να είναι ευαίσθητο στις σχέσεις των αραβικών χωρών του Κόλπου με την κυβέρνηση Τραμπ, καθώς κάποια από τα μέλη της εμφανίζονται να ενστερνίζονται επικίνδυνα στερεότυπα.

«Υπάρχει έλλειψη κατανόησης» στο περιβάλλον του Τραμπ σχετικά με τις προσπάθειες των χωρών του Κόλπου για την καταπολέμηση του ακραίου ισλάμ, σχολιάζει ο Αλάνι, υπενθυμίζοντας ότι και αυτές οι χώρες υποφέρουν από «την τρομοκρατία».

Επιπλέον, η Ουάσινγκτον και το Ριάντ έχουν διαφορετικά συμφέροντα στον πετρελαϊκό τομέα. Ο Τραμπ σίγουρα «θα ταχθεί υπέρ της ανάπτυξης του σχιστολιθικού φυσικού αερίου και πετρελαίου» και «δεν πιστεύω» ότι αυτή η πολιτική ωφελεί τα συμφέρονται του Ριάντ, υπογραμμίζει ο Ζαν-Φρανσουά Σεζνέ ειδικός τους Global Energy Centre του Atlantic Council.


Exit mobile version