Πότε ήταν η τελευταία φορά που μια χώρα κατέρρευσε υπό το αβάσταχτο βάρος της ευημερίας της; Για έναν επισκέπτη του Βερολίνου, οι συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία ισορροπούσαν ανάμεσα στον εφησυχασμό και την αυταρέσκεια.
Στις υπόλοιπες χώρες, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί προσπαθούν να ισοσκελίσουν τους ισολογισμούς, περικόπτοντας τις δαπάνες για την εκπαίδευση και βάζοντας «ταβάνι» στις συντάξεις.
Η Άνγκελα Μέρκελ και οι υποψήφιοι συνέταιροι της πέρασαν ένα άγονο μήνα ανταλλάσσοντας επιχειρήματα για το πώς θα μοιραστούν τους καρπούς της οικονομικής επιτυχίας.
Αν πιστεύετε τα πρωτοσέλιδα, η αποτυχία των Χριστιανοδημοκρατών της καγκελάριου και του βαυαρικού αδελφού κόμματος, του CSU, να καταλήξουν σε συμφωνία με τους οικονομικά φιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκρατικούς και τους αριστεριστές Πράσινους έχει βουτήξει τη χώρα σε κρίση. Κανείς δεν έχει ενημερώσει τους εύπορους καταναλωτές των Χριστουγέννων που κατακλύζουν τα καταστήματα του Βερολίνου. Οι μισθοί είναι υψηλοί, η ανεργία χαμηλή και η κυβέρνηση γεμάτη από ρευστό. Κρίση, ρωτούν οι Γερμανοί, ποια κρίση;
Η χώρα έχει στραφεί προς τα μέσα αλλά και προς τα δεξιά. Η πολιτική της αφθονίας μπορεί να είχε πείσει την προηγούμενη γενιά μεταπολεμικών πολιτικών να στρέψουν το βλέμμα προς το μέλλον της Ευρώπης. Όχι και αυτήν. Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι μια εμφανής ενόχληση με τα προβλήματα των λιγότερο τυχερών εταίρων της Γερμανίας στην ευρωζώνη. Αν θέλουν να επιτύχουν, τότε θα πρέπει να συμπεριφέρονται περισσότερο σαν την Γερμανία.
Θυμάστε αυτό που η κα. Μέρκελ είχε πει πριν από λίγο καιρό σχετικά με το να σηκώσει τη σκυτάλη των δημοκρατικών αξιών και να συνεργαστεί με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Από όσα έχουμε μάθει για αυτές τις κεκλεισμένων των θυρών συνομιλίες, η καγκελάριος επιδεικνύει τώρα αδιαφορία. Μια συμφωνία ενός κυβερνητικού συνασπισμού δεν πρέπει να αναφέρει τίποτα που να προσβάλλει άμεσα τον κ. Μακρόν. Από την άλλη πλευρά, δεν χρειάζεται να κάνει και οποιαδήποτε δέσμευση.
Η κατάρρευση των συνομιλιών ήταν ένα σοκ για το πολιτικό κατεστημένο του Βερολίνου. Μια συμφωνία θα επιτευχθεί, έλεγαν όλοι μέχρι τότε, γιατί οι εναλλακτικές μιας κυβέρνησης μειοψηφίας ή μιας νέας εκλογικής αναμέτρησης ήταν αδιανόητες.
Η ψήφος υπέρ του Brexit στο δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, ακόμα και η επιτυχία του ακροδεξιού AfD στις εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία, όλα αυτά είναι πράγματα που έπρεπε να μας είχαν διδάξει ότι η πολιτική δεν παίζεται πλέον με τους παλιούς κανόνες.
Η Γερμανία ίσως πρέπει να συνηθίσει σε μια νέα δυναμική. Λαμβάνοντας περίπου το 13% της ψήφου, τοAfD άλλαξε τα μαθηματικά της συγκρότησης συνασπισμών. Προσθέστε το μερίδιο του στο 9% που πέτυχε το πρώην κομουνιστικό Die Linke και πάνω από το ένα πέμπτο των εδρών της Bundestag καταλαμβάνονται από βουλευτές που αντιτίθενται στα παραδοσιακά κόμματα. Ανάλογα έχουν συρρικνωθεί και οι δυνατότητες για το σχηματισμό κυβέρνησης έχουν συρρικνωθεί.
Οι πολιτικοί υπολογισμοί των Ελεύθερων Δημοκρατικών και όχι οι ασυμβίβαστες συγκρούσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους ήταν αυτοί που ματαίωσαν τις ελπίδες της κα Μέρκελ για ένα συνασπισμό «Τζαμάικα», που αποκαλείται έτσι γιατί τα χρώματα των τριών κομμάτων αντιστοιχούν στα χρώματα της σημαίας της χώρας της Καραϊβικής.
Υπήρχαν πραγματικές διαφορές – για τον έλεγχο της μετανάστευσης, την κλιματική αλλαγή, την Ευρώπη, τους φόρους και τις δαπάνες – αλλά ένα μείγμα συμβιβασμών και ασάφειας είχε κλείσε τις αποστάσεις ακόμα και μεταξύ των Πράσινων και του CSU.
Οι διαπραγματευτές είχαν χρήματα να κάψουν. Δημοσίως, αναγνώριζαν ότι τα υψηλότερα πλεονάσματα θα έδιναν στην κυβέρνηση ένα περιθώριο 30 δισ. ευρώ να ξοδέψει σε περικοπές φόρων ή σε αυξήσεις δαπανών κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένη πηγή, το πραγματικά νούμερο ήταν πιο κοντά στα 60 δισ. ευρώ. Οι πολιτικοί κράτησαν χαμηλό προφίλ γιατί θα ήταν ντροπιαστικό να παραδεχθούν τέτοια πλούτη την ώρα που οι γείτονες της Γερμανίας δίνουν μάχη με τη λιτότητα.
Η απόφαση του FDP να διαλύσει τις συνομιλίες οφείλεται περισσότερο σε πολιτική σκοπιμότητα παρά σε διαφωνίες για τους φόρους και τις δαπάνες. Το κόμμα δεν έχει ακόμα ανακάμψει από το τραύμα της τελευταίας στου συνεργασίας με την κα Μέρκελ, ένα πρελούδιο που το οδήγησε εκτός Bundestag στις επόμενες εκλογές.
Ο νεαρός αρχηγός του Κρίστιαν Λίντνερ αποφάσισε πως αυτή τη φορά το κόμμα πρέπει να υιοθετήσει μια πιο εθνικιστική στάση. Κράτησε σκληρή γραμμή απέναντι στα σχέδια του κ. Μακρόν για την ευρωζώνη και ήταν πιο σκληρό σε θέματα μετανάστευσης. Ορισμένοι στο Βερολίνο θυμήθηκαν ότι οι Ελεύθεροι Δημοκρατικοί ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1950 ως μια εστία για τους ακροδεξιούς εθνικιστές. Ο κ. Λίντνερ, λένε, ελπίζει να κλέψει υποστηρικτές από το AfD επιστρέφοντας το κόμμα στις ρίζες του.
Από την πλευρά της, η κα Μέρκελ δέχθηκε ένα χτύπημα, αλλά δεν έχει βγει εκτός μάχης. Οι δυσαρεστημένοι στο κόμμα της δεν έχουν κάποιον άλλο υποψήφιο ως εναλλακτική. Όσοι ειδήμονες ήταν βέβαιοι για τον σχηματισμό κυβέρνησης «Τζαμάικα» είναι τώρα εξίσου βέβαιοι πως θα αναγκαστεί να πάει σε νέες εκλογές. Μπορεί και πάλι να κάνουν λάθος.
Μετά από μια τραυματική ήττα το Σεπτέμβριο, όταν κατέγραψαν το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία τους, οι Σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν να ενταχθούν σε έναν ακόμα μεγάλο συνασπισμό. Αλλά θα προτιμούσαν πραγματικά ένα δεύτερο εκλογικό γύρο; Η καγκελάριος λέει πως δεν θέλει να ηγηθεί μιας κυβέρνησης μειοψηφίας. Μπορεί ωστόσο να αλλάξει γνώμη.
Η Γερμανία δεν θέλει τίποτα να διαταράξει την καλή κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Η κα Μέρκελ έχει την όψη ενός πολιτικού που έχει στερέψει από ενέργεια και ιδέες. Δεν φαίνεται ο κόσμος να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα. «Ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει» συνεχίζει να επιμένει για την απόφαση της το 2015 να ανοίξει τα σύνορα της Γερμανίας στους Σύρους πρόσφυγες. Μετά έρχεται η επιφύλαξη: «Ελπίζω να μην το κάνω ξανά».
Η αντίφαση αποτελεί μια ορθή αποτύπωση του πολιτικού κλίματος στη χώρα.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr