Η κρίση της Ιταλίας αφήνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με δύσκολες επιλογές, την ώρα που προσπαθεί να χαράξει μία ισορροπία μεταξύ της αναστάτωσης στην αγορά και της υλοποίησης των σχεδίων για τερματισμό της νομισματικής υποστήριξης, που ξεκίνησε την εποχή της κρίσης. Και το δίλημμα γίνεται ακόμη πιο έντονο, λόγω και την εθνικότητας του Προέδρου της ΕΚΤ.
Ο Μάριο Ντράγκι, επικεφαλής της Τράπεζας της Ιταλίας πριν τοποθετηθεί στην ΕΚΤ, γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε τη σημασία της χώρας του στην τρέχουσα εντολή του να διασφαλίσει τη σταθερότητα της ευρωζώνης. Οι φόβοι των επενδυτών για την Ιταλία ήταν οι μεγαλύτεροι στην κρίση του ευρώ που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Φρανκφούρτη, παρακινώντας τον στην υπόσχεση να κάνει «ότι χρειάζεται» για να σώσει το κοινό νόμισμα.
Οι φόβοι για την πολιτική σταθερότητα της Ιταλίας ζάλισαν τις αγορές, καθώς οι επενδυτές αξιολογούσαν την πιθανότητα λαϊκίστικου συνασπισμού στη Ρώμη ή νέων εκλογών, που στην πράξη θα ήταν δημοψήφισμα για το ευρώ.
Τα γεγονότα στην Ιταλία είναι πιθανό να έχουν επιπτώσεις στον κ. Ντράγκι και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής – με την επιπρόσθετη επιπλοκή ότι η οποιαδήποτε δράση από την ΕΚΤ θα εξετάζεται λεπτομερώς για πιθανές ενδείξεις ότι ο πρόεδρος της λειτουργεί υπό την επιρροή της Ρώμης.
Στην έναρξη της χρονιάς, η ελπίδα της ΕΚΤ ήταν ότι η ισχυρή ανάπτυξη της ευρωζώνης και το ήπιο πολιτικό κλίμα θα επέτρεπε μέσα στο 2018 να τερματίσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ύψους 2,4 τρισ. ευρώ και να αυξήσει τα επιτόκια περίπου στα μέσα της επόμενης χρονιάς, ακολουθώντας την Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα και την Τράπεζα της Αγγλίας στην ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής.
Αλλά αυτός ο χρονικός προγραμματισμός -που ήδη απειλείται από την επιβράδυνση στην ανάπτυξη τους πρώτους μήνες του 2018- έχει αμφισβητηθεί περαιτέρω από τα γεγονότα στη Ρώμη, τα οποία έστειλαν τα κόστη δανεισμού του ιταλικού κράτους στο υψηλότερο επίπεδο μετά το ναδίρ της κρίσης δημόσιου χρέους της ευρωζώνης.
«Πιστεύουμε ότι αυτά είναι αρκετά για να κάνουν την ΕΚΤ να ακολουθήσει ένα πιο προσεκτικό μονοπάτιαπό αυτό που νωρίτερα αναμενόταν, και σήμερα περιμένουμε να κάνει η ΕΚΤ την πρώτη αύξηση τον Σεπτέμβριο του 2019», είπε ο Ιωάννης Σόκος, οικονομολόγος της Nomura.
To άλλο κομμάτι του διλήμματος για την ΕΚΤ θα είναι πώς θα αντιδράσει, αν τα πολιτικά γεγονότα στη Ρώμη τροφοδοτήσουν μεγαλύτερη ανησυχία στους επενδυτές – ίσως μία υποψία εξόδου από την ευρωζώνη τροφοδοτούσε φυγή καταθέσεων από τις ιταλικές τράπεζες, πολλές από τις οποίες παραμένουν σε κακή κατάσταση.
Ένα εργαλείο για την ΕΚΤ θα ήταν η δυνατότητα της να αγοράζει ομόλογα σε απεριόριστες ποσότητες υπό αυτό που είναι γνωστό ως πρόγραμμα Outright Monetary Transactions, για να σταματήσει τη φυγή των καταθέσεων. Αλλά θα λειτουργούσε μόνο αν η Ρώμη ήταν πρόθυμη να μπει σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής εγκεκριμένο από τις Βρυξέλλες – κάτι που θα ήταν σχεδόν σίγουρα ανάθεμα για μία κυβέρνηση Πέντε Αστέρων και Λίγκας.
Όσο για το QE, από τότε που ξεκίνησε το πρόγραμμα τον Μάρτιο του 2015, η ΕΚΤ έχει αγοράσει 341 δισ. ευρώ σε ιταλικά ομόλογα και ακόμη αγοράζει περίπου 4 δισ. ευρώ σε νέα ομόλογα κάθε μήνα. Ωστόσο, αυτό το νούμερο πρόκειται να μειωθεί τον Σεπτέμβριο, όταν η ΕΚΤ αναμένεται να ανακοινώσει ότι θα περιορίσει τις αγορές νέων ομολόγων, πριν τερματίσει το QE τον Δεκέμβριο.
Νωρίτερα φέτος είχε θεωρηθεί πιθανό ότι η επόμενη συνεδρίαση της Τράπεζας, στις 14 Ιουνίου στη Ρίγα, θα ήταν μία ευκαιρία για να οριστικοποιήσει τα σχέδια της για απομάκρυνση από την νομισματική τόνωση που επέφερε η κρίση, με τα «γεράκια» (hawks) να επιμένουν ότι η Τράπεζα θα πρέπει να ανακοινώσει την ημερομηνία του τέλους για το QE.
Τα «γεράκια» θα υποστηρίξουν τη θέση τους λέγοντας ότι η αύξηση του ιταλικού κόστους δανεισμού αντανακλά τιμολόγηση ενός πολιτικού κινδύνου και δεν είναι κάτι στο οποίο οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να αντιδράσουν. Θα μπορούσαν επίσης να επισημάνουν την οικοδόμηση πληθωριστικών πιέσεων, με το ποσοστό στη Γερμανία να είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο και τις αυξανόμενες τιμές πετρελαίου, ως αιτίες που τα σχέδια εξόδου θα πρέπει να παραμείνουν ως έχουν.
Αλλά όσο περισσότερο συνεχίζεται η αναταραχή στις αγορές, τόσο λιγότερη πρόοδος πιθανότατα θα υπάρξει τον Ιούνιο. «Έχουμε ακόμη δύο εβδομάδες πριν τη Ρίγα, αλλά το να οριστεί ημερομηνία τέλους για το QE σήμερα, θα ήταν σαν η ΕΚΤ να αυτοπυροβολείται», είπε ο Carsten Brzeski, οικονομολόγος της ING-DiBa. «Η ιταλική κατάσταση έχει αλλάξει την ισορροπία προς τις πιο ήπιες φωνές (doves) [και] σαφώς καλεί την ΕΚΤ να κρατήσει τις επιλογές της ανοιχτές ή ακόμη και να ξεκαθαρίσει ότι θα επεκτείνει το QE τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο».
Μία τακτική που θα μπορούσε να ακολουθήσει η ΕΚΤ για να ηρεμήσει τα νεύρα της αγοράς θα ήταν να τονίσει πιο επιθετικά, ότι η Τράπεζα θα παραμείνει ενεργή στις αγορές ομολόγων της περιοχής – συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας – μετά το τέλος του QE.
Η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί ότι θα επενδύει ξανά, κατά μέσο όρο, 15 δισ. ευρώ τον μήνα, τους πρώτους τέσσερις μήνες της επόμενης χρονιάς, χρησιμοποιώντας τα έσοδα από τα κρατικά ομόλογα του QE που σήμερα έχουν λήξει. Δεν υπάρχει κατανομή ανά χώρα για τις επανεπενδύσεις, αλλά το νούμερο για την Ιταλία θα είναι περίπου 2 δισ. ευρώ, αν είναι στην ίδια αναλογία με τις υφιστάμενες αγορές. Πιο σαφές guidance και υποδείξεις για μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα επανεπενδύσεων και αυξήσεων επιτοκίων θα ενίσχυαν το μήνυμα ότι η νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη θα παραμείνει χαλαρή, αρκετά μετά το τέλος του QE.
Δεν θα εκτιμήσει κανείς περισσότερο από τον κ. Ντράγκι, πόσο οι αποφάσεις αυτές μπορεί να δείχνουν έντονα πολιτικές. Ήδη τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης έχουν αναφέρει ότι ο κ. Ντράγκι και οι αξιωματούχοι της Τράπεζας της Ιταλίας συζήτησαν με τον Πρόεδρο Σέρτζιο Ματαρέλα, ενόψει της κρίσιμης απόφασης για την απόρριψη του Πάολο Σαβόνα, ενός Ευρωσκεπτικιστή οικονομολόγου, ως υπουργού Οικονομικών.
Η ΕΚΤ αρνήθηκε να κάνει σχόλια για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, τις οποίες η La Repubblica δημοσίευσε την Τρίτη, ενώ η Τράπεζα της Ιταλίας αρνήθηκε ότι είτε η ίδια, είτε ο κ. Ντράγκι είχαν εμπλοκή στην απόφαση του κ. Ματαρέλα να απορρίψει τον κ. Σαβόνα.
Οποιοδήποτε ρόλο παίζει ο Πρόεδρος της ΕΚΤ στη διαχείριση της πολιτικής αναταραχής της πατρίδας του είναι πιθανόν να κρατηθεί πίσω από κλειστές πόρτες – με τους τεχνοκράτες να γνωρίζουν τον κίνδυνο πρόκλησης της οργής των λαϊκιστών, καθώς φαίνονται να παρεμβαίνουν στη δημοκρατική διαδικασία.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr