του Ερίκ Λε Μπουσέ*
Παρά τις κρίσεις, η Ευρώπη παραμένει μια μεγάλη οικονομική δύναμη. Το αποδεικνύει η ανάπτυξη που σημείωσε το 2016, μια ανάπτυξη μεγαλύτερη από εκείνη της Αμερικής. Εχει όμως καλούς και κακούς μαθητές. Ανάμεσα στους δεύτερους είναι η Γαλλία.
Δεν είναι λαϊκιστικό να λέει κανείς σήμερα ότι η Ευρώπη πάει μάλλον καλά. Είναι αλήθεια! Η Ευρώπη πάει πολύ καλύτερα απ’όσο λένε οι φανατικοί της εθνικής κυριαρχίας. Η αύξηση του ΑΕΠ στην Ενωση έφτασε το 1,9% πέρυσι και το 1,7% στην ευρωζώνη, ποσοστά μεγαλύτερα από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών (1,6%) και της Ιαπωνίας (0,9%). Παρά τις διαφωνίες, τους αντίθετους ανέμους, τις κραυγές και τις κρίσεις, οι Ευρωπαίοι διατηρούν μια μεγάλη οικονομική δύναμη.
Μα η Ευρώπη αυτή, λένε, είναι υπερβολικά γερμανική! Υπέρμετρη λιτότητα επιβλήθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, έπρεπε τα πράγματα να γίνουν αλλιώς, έπρεπε να έχει ακολουθηθεί η συνταγή των αμερικανών κεϊνσιανών (ανάκαμψη και τραπεζική αναδιάρθρωση) και όχι των γερμανών προτεσταντών. Η λιτότητα σκότωσε την ανάπτυξη και εγκλώβισε ορισμένες χώρες στον φαύλο κύκλο της ύφεσης.
Όμως σήμερα, το 2017, οκτώ χρόνια μετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το αντιγερμανικό αυτό επιχείρημα έχει αδυνατίσει πολύ. Παραμένει μόνο μια βασική αντίρρηση: σε μια Ενωση με τόσο μεγάλες διαφορές, χρειάζονται μεταφορές κεφαλαίων για να προλαβαίνουν το τρένο οι λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες. Καθώς τα κεφάλαια ιδιωτικής προέλευσης στέρεψαν με την κρίση, χρειάζεται ένας δημόσιος μηχανισμός, ένα ευρωπαϊκό ταμείο, που να επενδύσει σε δημόσια αγαθά με δυναμικό χαρακτήρα όπως οι τηλεπικοινωνίες και η ανανεώσιμη ενέργεια. Χρειάζεται λοιπόν «περισσότερος Κέινς» σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Τα οικονομικά αποτελέσματα του 2016 είναι αποκαλυπτικά. Οι χώρες που σημείωσαν ανάπτυξη κάτω από τον μέσο όρο είναι η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λετονία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Ιταλία και η Γαλλία. Ολες αυτές οι χώρες δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που έθεσαν οι Γερμανοί: καθώς η υποτίμηση σε μια νομισματική ένωση δεν είναι επιτρεπτή, κάθε χώρα πρέπει να αποκτήσει σχετικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά. Το βασικό πρόβλημα αυτών των χωρών δεν είναι η ανεπαρκής ζήτηση, αλλά η αναποτελεσματική προσφορά: δεν έκαναν τις αναγκαίες διαρθρωτικές προσπάθειες για να καταστήσουν το παραγωγικό τους σύστημα ανταγωνιστικό και ελκυστικό.
Η απόδειξη αποτυπώνεται στον πίνακα των χρεών. Οι χώρες με την πιο αναιμική ανάπτυξη έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό χρέους έναντι ΑΕΠ: 179% για την Ελλάδα, 133% για την Ιταλία, 107% για το Βέλγιο, 96% για τη Γαλλία. Αφήνουμε στην άκρη τις δύο χώρες της Βαλτικής, που ανακάμπτουν, όπως και τη Φινλανδία, που ψάχνει τον διάδοχο του Νοkia. Το χρέος τους είναι περιορισμένο. Αφήνουμε και την Ισπανία, που έχει υψηλό ποσοστό χρέους/ΑΕΠ (100%), αλλά ανακάμπτει καθώς αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της. Ολες οι άλλες έχουν αναιμική ανάπτυξη και μεγάλο χρέος. Και ο λόγος είναι απλός: αμέλησαν το ζήτημα της προσφοράς, αφήνοντας τα δημόσια ελλείμματα να διογκωθούν για να στηριχθεί η ζήτηση. Αυτά τα τζιτζίκια είναι αναγκασμένα οκτώ χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης να απαντήσουν στη γερμανική ερώτηση: τι ενδιαφέρον παράγετε;
Το Βέλγιο έχει κάνει προσπάθειες στο ζήτημα των μισθών και πηγαίνει καλύτερα. Η Ελλάδα προσπαθεί να βάλει τάξη στο κράτος της και να νοικοκυρέψει το φορολογικό της σύστημα, αλλά στο μέτωπο της παραγωγής και των εξαγωγών η εικόνα δεν είναι καλή. Η ελάφρυνση του χρέους της, όπως ζητά το ΔΝΤ, δεν θα καλύψει το παραγωγικό κενό. Η Ιταλία έχασε όλες τις μεγάλες της επιχειρήσεις και πλήττεται από είκοσι χρόνια χαμηλών επενδύσεων και μια γήρανση των πάντων, της πολιτικής της, των θεσμών της, των εργασιακών της σχέσεων, του τραπεζικού της τομέα. Οσο για τη Γαλλία, σαράντα πέντε χρόνια ελλειμμάτων χρηματοδότησαν την ακινησία.
Υστερα από οκτώ χρόνια κρίσης, η διάγνωση είναι η ακόλουθη. Από την πλευρά της συγκυρίας, οι Γερμανοί έχουν άδικο, η λιτότητα δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα παρά μόνο αν υπάρχει ένας παραγωγικός ιστός έτοιμος να απογειωθεί. Από διαρθρωτική άποψη, όμως, έχουν δίκιο: κι εδώ είναι το κλειδί. Η ισχυρή παραγωγή είναι ένα φαινόμενο πολύ πιο σύνθετο και πιο αργό απ’όσο νομίζουν οι Γερμανοί. Δεν έχουν όλες οι χώρες δυναμικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μια έξυπνη διαχείριση και ένα κατάλληλο σύστημα επαγγελματικής μαθητείας. Εχουν όμως τον τρόπο για να τα πετύχουν. Εντεκα χώρες της ευρωζώνης έχουν μέση ανάπτυξη άνω του 2%. Επτά, μια δημιουργία θέσεων εργασίας άνω του 2%. Εξι, ένα πολύ χαμηλό ποσοστό ανεργίας. Πάνε πολύ καλά. Οι άλλες; Το πρόβλημα είναι δικό τους, όχι των Βρυξελλών.
*Ο Ερίκ Λε Μπουσέ είναι αρθρογράφος της εφημερίδας Echos
Πηγή: Les Echos, ΑΠΕ-ΜΠΕ