Διατήρηση της δυναμικής της κινεζικής οικονομίας δείχνουν τα τελευταία στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, δίνοντας το περιθώριο στους υπεύθυνους για τη χάραξη της πολιτικής να εστιάσουν περισσότερο την προσοχή τους στις μεταρρυθμίσεις.
Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 6,3% στο πρώτο δίμηνο του έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ενώ ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου επιταχύνθηκε στο 8,9% κατά την ίδια περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας (NBS). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, τα στοιχεία ήταν καλύτερα από τις εκτιμήσεις της αγοράς.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις, που αντιστοιχούν στο 60% των συνολικών, επιταχύνθηκαν στο 6,7% από 3,2% στο πρώτο δίμηνο του 2017, σημειώνοντας τον υψηλότερο ρυθμό εδώ και ένα έτος. Στο ίδιο διάστημα, οι επενδύσεις στην αγορά ακινήτων αυξήθηκαν 8,9% από 3% την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, παρά τις αυστηρότερες ρυθμίσεις για τον περιορισμό της κερδοσκοπίας και της φούσκας των ακινήτων.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε ήπια 1,7%, ενώ το ποσοστό ανεργίας διατηρήθηκε σταθερό. Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησης των λιανικών πωλήσεων υποχώρησε κάτω από το 10%, για πρώτη φορά εδώ και 11 χρόνια λόγω της επιβράδυνσης των πωλήσεων αυτοκινήτων, οι οποίες μειώθηκαν κατά 1% σε σχέση με το πρώτο δίμηνο του 2016 μετά την αύξηση φέτος του φορολογικού συντελεστή για τις αγορές μικρών αυτοκινήτων στο 7,5% από 5%.
Οι περισσότεροι δείκτες είναι θετικοί και βελτιούμενοι, δήλωσε ο εκπρόσωπος της Στατιστικής Υπηρεσίας Σενγκ Λαϊγιούν, προσθέτοντας ότι οι εξελίξεις στο πρώτο δίμηνο αποτελούν «μία καλή βάση» για την επίτευξη των ετήσιων στόχων της χώρας. Η Κίνα χαμήλωσε τον στόχο για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2017 στο 6,5%, ενώ πέρυσι αναπτύχθηκε με ρυθμό 6,7% που ήταν ο βραδύτερος εδώ και 28 χρόνια.
Τα σημερινά στοιχεία είναι τα τελευταία μίας σειράς δεικτών που υποδηλώνουν σταθερότητα της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, περιλαμβανομένης της υψηλότερης από το αναμενόμενο μεταποιητικής δραστηριότητας, των εύρωστων εισαγωγών και της αύξησης των τιμών παραγωγού με τον ταχύτερο ρυθμό τα τελευταία σχεδόν εννιά χρόνια.