Φρένο στο φιλόδοξο κινεζικό πρότζεκτ του νέου Δρόμου του Μεταξιού βάζει με απόφασή της η κυβέρνηση της Αυστραλίας. Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για μικρότερης έκτασης έργα στη πολιτεία Βικτώρια, το Πεκίνο αντέδρασε οργισμένα απειλώντας με επιπτώσεις, σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Η Αυστραλιανή υπουργός Εξωτερικών Μαρίζ Πέιν έκανε, ωστόσο, λόγο για κινεζικές επενδύσεις που δεν συνάδουν με την εξωτερική πολιτική της χώρας της, υπενθυμίζοντας ότι οι υπάρχουσες συμφωνίες με τη Κίνα δεν είναι δεσμευτικές. Και έτσι ναυαγούν τα σχέδια του Πεκίνου για δημιουργία γραφείων κινεζικών κατασκευαστικών εταιριών στη Βικτώρια με στόχο την διεκδίκηση έργων, αλλά και τη συνεργασία με τους Αυστραλούς στη βιομηχανική παραγωγή, τη βιοτεχνολογία και την γεωργία.
Η Γερμανία εμπόδιο σε μια κοινή πολιτική έναντι της Κίνας
Ο Χέριμπερτ Ντίτερ από το Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής του Βερολίνου SWP, ο οποίος μελετά την κινεζική εξωτερική πολιτική υπό τον πρόεδρο Σι Ζινμπίνγκ, εκτιμά ότι η απόφαση της Καμπέρα δεν έχει οπωσδήποτε δραματικές επιπτώσεις για τους Κινέζους: «Αποτελεί ωστόσο πλήγμα για το Πεκίνο. Η διεθνής κοινή γνώμη λαμβάνει υπόψη όσα συνέβησαν στην Αυστραλία. Το τελευταίο διάστημα διαπιστώνουμε ότι σε χώρες της Δύσης εντείνεται η αντίσταση στα κινεζικά σχέδια για ένα Νέο Δρόμο του Μεταξιού».
Αντίσταση προβάλλουν πλέον και ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες παλαιότερα ήταν φιλικά προσκείμενες στο Πεκίνο, όπως για παράδειγμα η Ιταλία. Σήμερα η Ρώμη επιδιώκει στενότερη συνεργασία με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα στην ΕΕ είναι ωστόσο το Βερολίνο», επισημαίνει ο ειδικός Χέριμπερτ Ντίτερ: «Η Γερμανία αποτελεί σήμερα τροχοπέδη σε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Κίνας, παρά το γεγονός ότι το Πεκίνο είναι αποδέκτης σκληρότερης κριτικής σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τη Ουάσιγκτον και το Τόκιο. Το Βερολίνο απέστειλε λάθος μήνυμα, επιβάλλοντας στην ουσία στην ΕΕ τέλη του 2020 την υπογραφή συμφωνίας για την προστασία επενδύσεων, με την οποία ρυθμίζεται η πρόσβαση των ευρωπαϊκών εταιριών στην κινεζική αγορά και το αντίθετο. Έτσι δίνεται η λανθασμένη εντύπωση ότι η ΕΕ επιδιώκει περισσότερη και όχι σταδιακά λιγότερη συνεργασία με την Κίνα».
Με πληροφορίες από την DW