του Grégoire Biseau *
Συνέβη πριν από δύο χρόνια. Ο Φρανσουά Ολάντ είναι καθισμένος στο γραφείο του. Απέναντί του, ένας από τους πιο στενούς του συνεργάτες έχει έρθει να τον αποχαιρετήσει. Είναι ένας από τους πρώτους που εγκαταλείπουν τον πρόεδρο ύστερα από δύο χρόνια συνεργασίας μαζί του. Ο σύμβουλος αυτός δεν είναι ούτε θυμωμένος ούτε πληγωμένος. Είναι απλώς εξαντλημένος. Πριν φύγει, ορκίστηκε να μιλήσει ευθέως, πρόσωπο με πρόσωπο, σε αυτόν τον περίεργο πρόεδρο.
Του λέει λοιπόν: «Κύριε πρόεδρε, θα πρέπει τώρα να μάθετε κα λέτε ΟΧΙ, με σαφήνεια». Ο Φρανσουά Ολάντ χαμογελά. Γνωρίζει απ’έξω αυτή την κριτική. Είναι αλήθεια, ο Ολάντ δεν λέει ποτέ αυτά που πραγματικά σκέφτεται. Αυτό ήταν για πολύ καιρό ένα από τα δυνατά του σημεία. Αποκαλύπτεται όμως τώρα ότι είναι και ένα πολύ ουσιαστικό του μειονέκτημα. Να πώς τελειώνει αυτή η περίεργη πενταετία: με ένα ΟΧΙ, αυτή τη φορά ιστορικό. Γι’αυτόν, και για την πολιτική ιστορία της χώρας του.
Κι όμως, όταν ανέλαβε την εξουσία είχε δεσμευτεί πως θα εργαζόταν ώστε αυτή η μεταρρυθμιστική Αριστερά όχι μόνο να κυβερνήσει, αλλά και να διαρκέσει. Όχι μόνο για μια θητεία, αλλά τουλάχιστον για δύο. Με αυτή την έννοια, η απόφασή του να μη διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία συνιστά μια διπλή αποτυχία: για τον ίδιο και για την Αριστερά. Αυτό το πολιτικό ζώο παραδέχθηκε ότι δεν μπορούσε να κερδίσει τη μάχη που ήθελε να δώσει. Δεν του έμεναν λοιπόν παρά δύο κακές λύσεις: ή να θέσει υποψηφιότητα με κίνδυνο να χάσει το δικό του στρατόπεδο ή να εγκαταλείψει τη μάχη με κίνδυνο να μην μπορεί ούτε καν να υπερασπιστεί την πενταετή του θητεία. Διάλεξε το μη χείρον.
Η πενταετία αυτή θα μείνει στην ιστορία ως μια ανωμαλία. Σαν να τον έσπρωχνε μια απίστευτη και υπόγεια αυτοκαταστροφική δύναμη, ο Φρανσουά Ολάντ δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει αυτά που έπρεπε ώστε να σώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί. Η τελευταία χρονιά αποτέλεσε μια πραγματική αποθέωση. Το σχέδιο αφαίρεσης της γαλλικής υπηκοότητας από τους κατόχους διπλής υπηκοότητας που καταδικάζονται για τρομοκρατία προκάλεσε κρίση στην Αριστερά. Η προσπάθεια μεταρρύθμισης της αγοράς εργασίας δίχασε την κυβερνητική πλειοψηφία. Η κυκλοφορία ενός βιβλίου με εξομολογήσεις του προέδρου προκάλεσε απελπισία ακόμη και στους κοντινούς του ανθρώπους. Ηταν λες και ο Φρανσουά Ολάντ δεν είχε καμιά όρεξη να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία. Η, ακόμη χειρότερα, λες και δημιουργούσε ο ίδιος τις συνθήκες για να μην είναι υποψήφιος.
Πέρα από τον απολογισμό της θητείας του, που μια εκστρατεία θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκαταστήσει στα μάτια των Γάλλων, η μεγάλη αποτυχία του Ολάντ ήταν η διάψευση της υπόσχεσής του να είναι ένας «κανονικός» πρόεδρος. Οι Γάλλοι δεν ήξεραν ποτέ πραγματικά τι του καταλόγιζαν, είχαν όμως την αίσθηση, ίσως άδικη αλλά πάντως πραγματική, ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν ποτέ «προεδρικός». Εντιμος ασφαλώς, εργατικός χωρίς αμφιβολία, υπήρξε όμως ανίκανος να δώσει περιεχόμενο στην πολιτική του, να καθησυχάσει, να μεταδώσει μια αίσθηση κύρους σε αυτά τα χρόνια της οργής, της αμφιβολίας και του φόβου. Ισως όλα να ξεκίνησαν από μια τεράστια παρεξήγηση: «Η αλλαγή είναι τώρα». Ο Ολάντ πίστεψε ότι η εκδίωξη του Νικολά Σαρκοζί από την εξουσία ήταν αρκετή για να του δώσει χρόνο. Δεν ήταν. Πίστεψε επίσης ότι δεν ήταν ανάγκη να πειστεί η Αριστερά από την οικονομική του πολιτική, κι ας διέφερε αρκετά από τις προεκλογικές του υποσχέσεις. Πίστεψε ότι η Αριστερά θα τον ακολουθούσε. Εκανε λάθος: τον εγκατέλειψε. Κι εκείνος δεν έκανε τίποτα για να την προσεγγίσει εκ νέου. Την άφησε έτσι ελεύθερη να πει ΟΧΙ.
*Ο Γκρεγκουάρ Μπιζό είναι πολιτικός συντάκτης της Libération
Πηγή: Libération/ ΑΠΕ-ΜΠΕ