FT: Ξεκινήστε να αποταμιεύετε περισσότερο…

της Merryn Somerset Webb *


Μπορείτε να επιχειρηματολογήσετε εκτεταμένα για το πότε ξεκίνησε πραγματικά η Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση. Αλλά αν τοποθετήσετε χρονικά τις ταλαιπωρίες της από τη στιγμή που ο μη χρηματοπιστωτικός κόσμος έλαβε την πρώτη υπόνοια ότι κάτι συμβαίνει, μάλλον θα επιλέξετε την 8η Αυγούστου του 2007.

Ήταν η μέρα κατά την οποία η γαλλική τράπεζα BNP Paribas μπλόκαρε την πρόσβαση των επενδυτών σε τρία από τα money market funds της και σταμάτησε να δημοσιεύει υπολογισμούς των καθαρών αξιών των περιουσιακών της στοιχείων, στη βάση ότι «η ολοκληρωτική εξαφάνιση της ρευστότητας σε συγκεκριμένα σημεία της αμερικανικής αγοράς τιτλοποίησης», καθιστά «αδύνατο να αποτιμήσουμε δίκαια ορισμένα περιουσιακά στοιχεία». Δεν είχαν πια την παραμικρή ιδέα για το πόσο άξιζαν οι τίτλοι των χαρτοφυλακίων τους που συνδέονταν με δάνεια υψηλού κινδύνου (subprime mortgages) -ήξεραν μόνο ότι άξιζαν τραγικά λιγότερα από πριν.

Δεν συνέλαβαν όλοι τη σημασία αυτού του πράγματος αμέσως. Κοιτάξτε τα ρεπορτάζ της 8ης και της 9ης Αυγούστου και θα δείτε εκπροσώπους τραπεζών να λένε ότι δεν υπήρχε «συστημικός κίνδυνος», ότι η αμερικανική αγορά δανείων υψηλού κινδύνου δεν είναι «σημαντικό πρόβλημα» για κανέναν άλλον, και να επαναλαμβάνουν τα σχόλια που είχε κάνει ο πρόεδρος της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, το Μάιο, ότι οι αυξανόμενες πτωχεύσεις σε στεγαστικά δεν θα είχαν «σημαντική μετάδοση» στην υπόλοιπη αμερικανική οικονομία.

Η σειρά της Northern ήρθε μόλις ένα μήνα μετά, η Lehman Brothers έκανε αίτηση για πτώχευση έναν χρόνο έπειτα απ’ αυτό και τρεις μεγάλες τράπεζες της Ισλανδίας κατέρρευσαν τον Οκτώβριο του 2008. Η βρετανική κυβέρνηση διέσωσε τις δικές της τράπεζες λίγες ημέρες αργότερα -έναν χρόνο και κάτι αφότου η Τράπεζα της Αγγλίας συμπέρανε ότι «το βρετανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα παρέμενε εξαιρετικά ανθεκτικό, με τις τράπεζες καλά κεφαλαιοποιημένες και ιδιαίτερα κερδοφόρες».

Ήταν μια παράδοξη εποχή. Αλλά ερχόμαστε 10 χρόνια αργότερα και, πιστεύω, θα συμφωνούσατε πως τα πράγματα είναι εξίσου παράδοξα σήμερα. Σχεδόν μία δεκαετία από τη στιγμή που μου ζητήθηκε να εξηγήσω στην εκπομπή Today του Radio 4 τι σήμαινε για τους Βρετανούς αποταμιευτές η τιτλοποίηση του ενυπόθηκου δανεισμού στις ΗΠΑ, παραμένουμε σταθερά μέσα στην κρίση που η τιτλοποίηση δημιούργησε.

Η κύρια ένδειξη γι’ αυτό είναι τα επιτόκια. Κάθε φορά που μιλάω οπουδήποτε σχετικά με τη βρετανική οικονομία και τις αγορές μετοχών, υπενθυμίζω σε όλους ότι θα πρέπει να έχουν ένα μακροπρόθεσμο διάγραμμα των βρετανικών επιτοκίων κολλημένο μπροστά τους στο γραφείο. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε φορά που αρχίζουν να σκέφτονται ότι ζούμε σε έστω και ελάχιστα φυσιολογικούς καιρούς, μπορούν να σηκώσουν τα μάτια τους και να θυμηθούν ότι το 2009 η Τράπεζα της Αγγλίας μείωσε τα επιτόκια στα χαμηλότερα επίπεδα της 315ετούς ιστορίας της.

Ο Άντι Χαλντέιν, ο ανώτατος οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας, υπολόγισε το 2015 (βάσει μιας πραγματικά εξαιρετικής λίστας πηγών) ότι τα επιτόκια ήταν (και ακόμη είναι) τα χαμηλότερα που έχουν υπάρξει εδώ και περίπου 5.000 χρόνια. Αν ο κόσμος ήταν φυσιολογικός -αν η βρετανική οικονομία ήταν φυσιολογική- τα επιτόκια θα ήταν φυσιολογικά. Συμφωνώ απόλυτα στο να κοιτάμε τους οικονομικούς δείκτες μακροπρόθεσμα, αλλά πιστεύω πως είναι λογικό να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα φυσιολογικό όταν τα επιτόκια είναι σε χαμηλά 5.000 ετών.

Επιπλέον είναι λογικό να πούμε ότι τα καλά είναι ελάχιστα όταν τα επιτόκια είναι σε χαμηλά 5.000 ετών. Μπορείτε να επιχειρηματολογήσετε ότι τα χαμηλά επιτόκια είναι μια συνάρτηση των συνεχιζόμενων επιπτώσεων της κρίσης: η χαμηλή ανάπτυξη, τα υψηλά επίπεδα χρέους και η εύθραυστη καταναλωτική εμπιστοσύνη, καθιστούν αδύνατο για τις κεντρικές τράπεζες να τα ομαλοποιήσουν. Στην ομιλία που απηύθυνε το 2015, ο κ. Χαλντέιν απέδωσε την ανάγκη διατήρησης των επιτοκίων χαμηλά, στο λεγόμενο «dread risk» -καταναλωτές και εταιρίες είναι τόσο τρομοκρατημένοι από την προοπτική μιας επανάληψης της κρίσης, που είναι ανίκανοι να ξοδέψουν και να επενδύσουν με οικονομικά λογικό τρόπο.

Ωστόσο ίσως έχει περισσότερη σημασία αν το εξετάσετε αυτό από την ανάποδη. Μπορεί να είναι τα ίδια τα χαμηλά επιτόκια που προκαλούν το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων μας. Η γνώση πως τα επιτόκια είναι πιο χαμηλά από τον πληθωρισμό -ότι τα μετρητά στους λογαριασμούς καταθέσεων αξίζουν κάθε χρόνο και λιγότερα- έχει δημιουργήσει ένα dread risk στους αποταμιευτές, ότι δεν θα συγκεντρώσουν ποτέ αρκετά ούτε καν για να ζήσουν, πόσο μάλλον για να ζήσουν καλ, όταν συνταξιοδοτηθούν. Αυτό επιδεινώνεται από τη διαρκή αλλαγή του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση. Θα πλήρωνα φόρους στη Βρετανία για 47 χρόνια μέχρι τελικά να φτάσω σε ηλικία ώστε να δικαιούμαι σύνταξη από το κράτος.

Τα ακραία χαμηλά επιτόκια έχουν επιφέρει και ανόδους στις τιμές όλων ανεξαιρέτως των περιουσιακών στοιχείων, εντείνοντας τη «ρέντα» για όσους είναι ήδη αρκετά εύποροι ώστε να πάρουν το ρίσκο της επένδυσης -σε μετοχές, ομόλογα και σπίτια. Οι εταιρίες ενθαρρύνονται να ενδώσουν στη χρηματοοικονομική τεχνική αντί για παραγωγικές μακροπρόθεσμες επενδύσεις (γιατί να μπλέξεις με αυτές όταν η πρώτη μπορεί να σου βγάλει πολύ γρήγορο χρήμα;). Αυτό είναι καλό για τις τιμές των μετοχών και κακό για την παραγωγικότητα, τους μισθούς και την ανάπτυξη του ΑΕΠ.

Την ίδια στιγμή, το φθηνό κεφάλαιο είναι ένας από τους παράγοντες που ελαττώνουν την προσφορά μετοχών που είναι διαθέσιμη για αγορά από επενδυτές. Είναι λιγότερες οι εισηγμένες στις ΗΠΑ σήμερα απ’ ότι ήταν το 1976, παρότι το ΑΕΠ είναι τρεις φορές υψηλότερο, σύμφωνα με την Credit Suisse. Μια παρόμοια δυναμική ίσως ξεκινά και αλλού. Το 2006, σχεδόν 500 νέες εταιρίες μπήκαν στο χρηματιστήριο στην Ευρώπη. Το 2016, μπήκαν 265.

Όλα αυτά τα πράγματα έχουν παίξει το ρόλο τους στο να μας δώσουν τις στρεβλώσεις στον πλούτο που με τη σειρά τους έχουν σταθεί σημαντικό κομμάτι που κινεί την τρέχουσα πολιτική δυσλειτουργία μας. Θα ήταν τόσο ισχυρός σήμερα ο Τζέρεμι Κόρμπιν, αν οι τιμές των κατοικιών δεν ήταν σε τόσο ανόητα επίπεδα (θυμηθείτε ότι οι τιμές των κατοικιών εξαρτώνται από την τιμή και τη διαθεσιμότητα της πίστωσης) ή αν δεν αυξανόταν η ανισότητα μεταξύ των γενεών; Θα γινόταν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ένας εμφανώς εκκεντρικός εργολάβος ακινήτων, χωρίς ένα μπουμ φθηνού χρήματος στον τομέα του; Και θα αυξανόταν το συνολικό χρέος των νοικοκυριών με τέτοιο ρυθμό ώστε να ανησυχεί η Τράπεζα της Αγγλίας, αν η ίδια δεν είχε κρατήσει τα επιτόκια τόσο χαμηλά ώστε να καθιστά το χρέος διαρκώς ελκυστικό εξ αρχής;

Αυτά τα πράγματα έχουν τεράστια σημασία για επενδυτές και αποταμιευτές. Αλλά τι μπορείς κάνεις γι’ αυτό; Η μόνη απάντηση είναι να είσαι προετοιμασμένος. Να είσαι προετοιμασμένος για το ότι ο φόρος περιουσίας θα είναι η πολιτική λύση για την ανισότητα στον πλούτο, αντί για την πραγματική λύση: την άνοδο στα επιτόκια. Να είσαι προετοιμασμένος για ενός είδους επανάληψη: υπάρχει κάτι που σιγοβράζει σε διάφορους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας (τα δάνεια για αγορά αυτοκινήτων στις ΗΠΑ είναι από τους πλέον προφανείς) και υπερβολικά πολλοί επενδυτές έχουν ξεχάσει ότι οι επενδύσεις υψηλής απόδοσης αυτομάτως ενέχουν περισσότερα ρίσκα για το κεφάλαιο σε σχέση με τις χαμηλές αποδόσεις. Να είσαι προετοιμασμένος ότι τα σχέδιά σου για σύνταξη θα είναι πολύ χειρότερα απ’ ότι πίστευες: θα υπάρξουν περισσότερες αλλαγές στα επιδόματα και περισσότερες μεταβολές στα συνταξιοδοτικά όρια, στην προσπάθεια να βοηθηθούν τα δημόσια οικονομικά.

Θα αναρωτιέστε πώς θα μπορέσετε να προετοιμαστείτε για όλα αυτά. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει. Κάντε αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι τα χαμηλά επιτόκια σας αποθαρρύνουν να κάνετε: αποταμιεύστε περισσότερο.

*Αρχισυντάκτρια στο MoneyWeek.

Πηγή: Financila Times, Euro2day.gr

Exit mobile version