Ο κόσμος στην εκκίνηση του 2018 παρουσιάζει μια αντίθεση ανάμεσα στην βελτίωση της οικονομίας και την αποκαρδιωτική πολιτική κατάσταση. Μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον αυτή η αποκλίνουσα πορεία ή μια σφαίρα θα επηρεάσει και την άλλη;
Και αν αυτό είναι που θα συμβεί τελικά, θα χαλάσει την οικονομία η νοσηρή πολιτική πραγματικότητα ή η καλή οικονομία θα εξυγιάνει την νοσηρή πολιτική πραγματικότητα;
Όπως υποστήριξα την προηγούμενη υποστήριξα την προηγούμενη εβδομάδα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε διάφορες απειλές σε μια συνεργατική παγκόσμια πολιτική τάξη. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, απειλεί να διαλύσει την συνοχή της Δύσης. Ο αυταρχισμός ενισχύεται και η εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς υποχωρεί σχεδόν παντού.
Εν τω μεταξύ, η διαχείριση ενός αλληλοεξαρτώμενου κόσμου απαιτεί την συνεργασία ανάμεσα στις ισχυρές χώρες, ειδικά τις ΗΠΑ και την Κίνα. Το χειρότερο, οι κίνδυνοι μιας απευθείας σύγκρουσης μεταξύ των δύο αυτών υπερδυνάμεων είναι πραγματικοί.
Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομία ανεβάζει στροφές, τουλάχιστον με τα κριτήρια της περασμένης δεκαετίας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η αισιοδοξία για τις προοπτικές της ανάπτυξης τη φετινή χρονιά έχει βελτιωθεί σημαντικά στις ΗΠΑ, στην ευρωζώνη, στην Ιαπωνία και στη Ρωσία. Η παγκόσμια ανάπτυξη προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 3,2% (βάση συναλλαγματικών ισοτιμιών αγοράς) την επόμενη χρονιά, λίγο πάνω από το 2017.
Ο oικονομολόγος Γκάβιν Ντέιβις είναι ακόμα πιο αισιόδοξος. Κατά την εκτίμηση του, οι προβλέψεις δεν αντικατοπτρίζουν τα πολύ ισχυρά νούμερα των τελευταίων οικονομικών προγνώσεων. Ο ίδιος αναμένει περαιτέρω αναβαθμίσεις των προβλέψεων. Υποστηρίζει πως η παγκόσμια δραστηριότητα κινείται μέχρι και με ετήσιο ρυθμό 5% (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, που αυξάνουν τον παγκόσμιο ρυθμό ανάπτυξης περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα πάνω από την ανάπτυξη σε όρους συναλλαγματικών ισοτιμιών αγοράς).
Αυτό θα ήταν επίσης μισή ποσοστιαία μονάδα πάνω από την τάση ανάπτυξης. Εκ πρώτης όψεως, ο ρυθμός αυτός δεν φαίνεται βιώσιμος. Μια αισιόδοξη απάντηση θα ήταν πως οι προβλέψεις έχουν υποτιμήσει την τάση. Ακόμα περισσότερο, η επένδυση παίζει σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση ισχυρότερης ζήτησης, ειδικά στην ευρωζώνη. Η ισχυρή ζήτηση με τη σειρά της οδηγεί υψηλότερα τις επενδύσεις. Στο δεύτερο μισό του 2017, σημειώνει ο κ. Ντέιβις, οι επενδύσεις στις ΗΠΑ, στην ευρωζώνη και την Ιαπωνία αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 8 με 10%, αρκετά πάνω από οποιαδήποτε άλλη χρονιά μετά το 2010. Ένας ενάρετος κύκλοςταχύτερης ανάπτυξης που οδηγεί σε ταχύτερη δυνητική ανάπτυξη είναι σίγουρα κάτι εφικτό.
Αν αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης αποδειχθεί μη βιώσιμος, το ερώτημα είναι αν θα διακοπεί απότομα ή με ομαλό τρόπο. Το ρίσκο ενός απότομου φρεναρίσματος είναι αρκετά σημαντικό, δεδομένου των υψηλών επιπέδων χρέους και των υψηλών τιμών των στοιχείων ενεργητικού, ειδικά για τις αμερικάνικες μετοχές. Εν τω μεταξύ, ο πληθωρισμός παραμένει υποτονικός και τα πραγματικά και ονομαστικά επιτόκια χαμηλά.
Προς το παρόν, οι συνθήκες αυτές κάνουν το χρέος πιο υποφερτό και τις υψηλές τιμές των στοιχείων ενεργητικού πιο εύλογες. Ωστόσο, θα μπορούσε εύκολα να προκύψει μια αναταραχή, ενδεχομένως από ένανισχυρότερο πληθωρισμό ή από αμφιβολίες για την φερεγγυότητα των μεγάλων οφειλετών. Μπορεί επίσης να προκληθεί από την κατάρρευση υπερτιμημένων στοιχείων ενεργητικού ή από πανικό στις αγορές χρέους. Αν οι εθνικές οικονομίες αρχίσουν να επιβραδύνουν σημαντικά, τα περιθώρια για ελιγμούς στην νομισματική ή δημοσιονομική πολιτική στις ανεπτυγμένες χώρες θα είναι περιορισμένα.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υποστήριξα και πριν από ένα χρόνο, τέτοιες μεγάλες οικονομικές αναταράξεις συμβαίνουν σπάνια. Είναι αξιοσημείωτο πως η παγκόσμια οικονομία έχει αναπτυχθεί κάθε χρονιά μετά τη δεκαετία του 1950. Επιπλέον, έχει αναπτυχθεί με λιγότερο από 2% (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) μόνο πέντε χρονιές από τότε: το 1975, το 1981, το 1982, το 1991 και το 2009.
Τι δημιούργησε τις απότομες (και συνήθως αναπάντεχες) επιβραδύνσεις; Η απάντηση είναι οι οικονομικές κρίσεις, τα πληθωριστικά σοκ και οι πόλεμοι. Ο πόλεμος είναι το μεγαλύτερο πολιτικό ρίσκο για μια οικονομία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, λίγοι Ευρωπαίοι φαντάζονταν την οικονομική και κοινωνική καταστροφή που τους περίμενε. Ένας πυρηνικός πόλεμος θα ήταν πολύ πιο καταστροφικός.
Οι πόλεμοι ανάμεσα σε πετρελαιοπαραγωγές χώρες έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά επιβλαβείς: αναλογιστείτε απλά τα δύο πετρελαϊκά σοκ την δεκαετία του 1970. Ένας πόλεμος ανάμεσα στο Ιράν και στη Σαουδική Αραβία μπορεί να είναι εξαιρετικά επώδυνος.
Οι πολιτικές και ως εκ τούτου και οι πολιτικοί παίζουν επίσης κυρίαρχο ρόλο στην πρόκληση πληθωριστικών και αποπληθωριστικών σοκ. Η πολιτική είναι επίσης αυτή που ευθύνεται για τον προστατευτισμό και την ανεύθυνη χρηματοοικονομική απελευθέρωση. Συνολικά, ο κίνδυνος των επιβλαβών πολιτικών επιλογών μπορεί να είναι σήμερα ο υψηλότερος των τελευταίων δεκαετιών.
Η πολιτική είναι και αυτή που διαμορφώνει τις μακροπρόθεσμες πολιτικές που καθορίζουν την επίδοση των οικονομιών. Γνωρίζουμε πως οι εφαρμοζόμενες πολιτικές απέχουν συχνά πολύ από την στήριξη που θα έπρεπε να προσφέρουν σε μια διευρυμένη και βιώσιμη ανάπτυξη. Ούτε η ιδέα της δεξιάς πως το μόνο που χρειάζεται είναι η περικοπή φόρων και ρυθμίσεων, ούτε η αντίληψη της αριστεράς πως ένα πιο παρεμβατικό κράτος θα έλυνε τα πάντα, έχουν κάποια βάση. Είναι δύσκολο να επανέλθει ο δυναμισμός της οικονομίας.
Αλλά μπορεί κάποιος να έχει και μια πιο αισιόδοξη προοπτική. Οι κακές πολιτικές του σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της κακής οικονομικής κατάστασης του παρελθόντος, ειδικά της οικονομικής στασιμότητας που έπληξε τις ανεπτυγμένες χώρες μετά την κρίση και τον αντίκτυπο της επακόλουθης κατάρρευσης των τιμών των εμπορευμάτων σε πολλές αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες.
Μπορεί να ελπίζει κανείς πως καθώς η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει και η αισιοδοξία για το μέλλον κερδίζει έδαφος, η νοσηρότητα της πολιτικής ζωής θα αρχίσει να υποχωρεί σε πολλές χώρες. Αυτό μπορεί επίσης να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Είναι μια εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει σε μια λιγότερο πολεμική και περισσότερο συναινετική πολιτική πραγματικότητα. Μπορεί επίσης να απομακρύνει τον πολιτικό διάλογο από το πεδίο του λαϊκισμού.
Για κάποιο διάστημα λοιπόν, η πολιτική και η οικονομία μπορεί να ακολουθήσουν διαφορετική πορεία. Μακροπρόθεσμα ωστόσο, το ερώτημα είναι αν η οικονομία θα αποτύχει από μόνη της, αν η πολιτική θα καταστρέψει την οικονομία ή στην καλύτερη περίπτωση, η οικονομία θα γιατρέψει την πολιτική. Ας ελπίσουμε το τελευταίο. Είναι κάτι που αξίζει να προσπαθήσουμε.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr