FT: Το μέλλον του QE και τα μεγάλα διλήμματα της ΕΚΤ

Οι φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής της ευρωζώνης θα συναντηθούν για να αποκαλύψουν το τρίτο σκέλος του εμβληματικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, και έχουν μπροστά τους μια δύσκολη απόφαση επάνω στο αν θα επιβραδύνουν τις αγορές περιουσιακών στοιχείων.

Μέχρι στιγμής, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει υποσχεθεί να αγοράζει κυβερνητικά ομόλογα αξίας 80 δισ. ευρώ κάθε μήνα μέχρι το Μάρτιο του 2017. Η συνάντηση της Πέμπτης θα αποκρυσταλλωθεί σε μια επιλογή, μεταξύ της επέκτασης στο όργιο αγορών ομολόγων με τον ίδιο ρυθμό για άλλους έξι μήνες, ή του περιορισμού των αγορών σε 60 δισ. ευρώ το μήνα αλλά για μια περίοδο εννέα μηνών, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Καμία από τις δύο επιλογές δε θα κάνει σημαντική διαφορά για το απόθεμα χρέους με το οποίο θα καταλήξει η ΕΚΤ στα χέρια της, το οποίο θα είναι μεταξύ 2,2 και 2,4 τρισ. ευρώ –ένα τεράστιο κομμάτι του κυβερνητικού χρέους της παραγωγής. Ωστόσο, αυτό στο οποίο οι οικονομολόγοι αναφέρονται ως «ροή» αγορών –η ποσότητα που αγοράζει η τράπεζα κάθε μήνα- επίσης έχει σημασία.

Καλύτερα νέα για την οικονομία της ευρωζώνης και τον κίνδυνο να εξαντληθούν τα προς πώληση περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο του QE, είναι οι παράγοντες που ευνοούν την επιβράδυνση του προγράμματος. Εντούτοις, παρότι η ανάκαμψη άντεξε την αρχική ανατάραξη από το δημοψήφισμα για το Brexit και από τις αμερικανικές εκλογές, εξακολουθεί να είναι εύθραυστη. Το κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας κινδυνεύει να εκτροχιάσει τη σταθερή πρόοδο που έχει σημειώσει η περιοχή τα τελευταία χρόνια.

Ενόψει της ψηφοφορίας τους, ακολουθεί ένας οδηγός για το πώς οι κεντρικοί τραπεζίτες θα αναλύσουν τις κινήσεις των αγορών νομισμάτων, ομολόγων και παραγώγων πριν αποφασίσουν.

Μετά την τελευταία ψηφοφορία του διοικητικού συμβουλίου στα τέλη Οκτωβρίου, το κοινό νόμισμα έχει υποχωρήσει έναντι του δολαρίου. Ένα πιο αδύναμο ευρώ βοηθά με δύο τρόπους. Πρώτον, κάνει τις εξαγωγές της ευρωζώνης πιο ανταγωνιστικές. Δεύτερον, αυξάνει τα κόστη των εισαγωγών, καθιστώντας τες λιγότερο επιθυμητές και αυξάνοντας τον πληθωρισμό, ο οποίος στην ευρωζώνη παραμένει υπερβολικά πολύ χαμηλός.

Οι κινήσεις των νομισμάτων είναι πιθανό να βοηθήσουν την αναβάθμιση των προβλέψεων του προσωπικού της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, πράγμα που σε κανονικές συνθήκες θα μετατόπιζε την κλίση της ζυγαριάς υπέρ της πιο περιορισμένης δράσης.

Αλλά οι σημερινοί δεν είναι φυσιολογικοί καιροί. Όσοι από το συμβούλιο είναι προδιατεθειμένοι υπέρ περισσότερης τόνωσης, μπορεί να επιχειρηματολογήσουν πως οι εξαγωγείς θα λάβουν μικρό όφελος από το πιο αδύναμο νόμισμα σε ένα περιβάλλον, στο οποίο τα ήδη μειούμενα επίπεδα του παγκόσμιου εμπορίου κινδυνεύουν από τον εντεινόμενο προστατευτισμό. Επιπλέον, η απογοήτευση των προσδοκιών των αγορών για άλλους έξι μήνες αγορών αξίας 80 δισ., κινδυνεύει να πλήξει το κοινό νόμισμα.

Η ΕΚΤ βλέπει την υποχώρηση στο κόστος δανεισμού σε κάποια από τα πιο προβληματικά κράτη της ευρωζώνης, ως μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες του QE.

Από αυτή την άποψη, η διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ των αποδόσεων του ιταλικού και γερμανικού κυβερνητικού χρέους, στον απόηχο της νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, είναι ανησυχητική. Καταδεικνύει ότι τα κόστη δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά στα φτωχότερα τμήματα της περιοχής, μπορεί σύντομα να αυξηθούν.

Η ΕΚΤ είναι πιο πιθανό να διατηρήσει τον τωρινό ρυθμό αγορών περιουσιακών στοιχείων, αν φοβάται πως μια επιβράδυνση στις μηνιαίες αγορές θα οδηγήσει σε περαιτέρω άνοδο στα κόστη δανεισμού στα πιο αδύναμα κράτη.

Αν και η άνοδος στα κόστη χρηματοδότησης χρέους στην Ιταλία μπορεί να εξηγηθεί από το δημοψήφισμα της χώρας, ο Βίτορ Κονστάνσιο, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, προειδοποίησε ότι τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού εδώ, επηρεάζουν άλλα ευπαθή κράτη όπως η Πορτογαλία.

Αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν μόλις έναν στόχο: ο πληθωρισμός στην ενιαία αγορά πρέπει να είναι χαμηλότερα αλλά κοντά στο 2% «μεσοπρόθεσμα».

Υπάρχει ασάφεια σχετικά με το τι διάρκεια καλύπτει η «μεσοπρόθεσμη» περίοδος, αλλά οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν καταστήσει σαφές ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία οι αγορές και άλλοι οικονομικοί παίκτες να πιστεύουν ότι είναι αξιόπιστοι ώστε να πετύχουν το στόχο τους.

Η ΕΚΤ έχει στο παρελθόν δώσει μεγάλη προσοχή σε μια τεχνική μέτρηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, που είναι γνωστή ως το χρηματοοικονομικό βαρόμετρο «five-year, five-year eurozone inflation swap rate». Η μέτρηση αυτή υπονοεί πως οι αγορές δεν θεωρούν ότι ο πληθωρισμός θα έχει φτάσει στο 2% σε πέντε χρόνια από τώρα.

Αυτό το στοιχείο, το οποίο αποτελείται από το τι λένε οι τιμές συγκεκριμένων swaps για το πού περιμένουν οι αγορές ότι θα είναι ο πληθωρισμός σε πέντε χρόνια από τώρα, δεν επηρεάζει όσο κάποτε. Και, αν πράγματι αναφερθεί στις διαβουλεύσεις του διοικητικού συμβουλίου την Πέμπτη το πρωί, είναι πιθανό να εξεταστεί σε συνδυασμό με άλλους δείκτες. Κάποιοι από τους οποίους υπονοούν ότι οι παρατηρητές της ΕΚΤ πιστεύουν πως η κεντρική τράπεζα μπορεί –στο τέλος- να πιάσει το στόχο της.

Και πάλι, η αδυναμία των διατραπεζικών επιτοκίων θα μπορούσε να αγχώσει κάποιους στην τράπεζα, στη σκέψη κάποιας αλλαγής στο QE.

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


Exit mobile version