Η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια ήταν το μέρος όπου οι ηγέτες της Δύσης συζητούσαν για τα κακά και επικίνδυνα πράγματα που συνέβαιναν στον κόσμο. Τη χρονιά αυτή η συζήτηση ήταν μόνο για κακά και επικίνδυνα πράγματα που απειλούν την δημοκρατία στο εσωτερικό.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν πρώτος στη λίστα με τις απειλές. Οι Ευρωπαίοι ήταν θορυβημένοι από τις πρώτες εβδομάδες του προέδρου των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί υποσχέθηκαν να κάνουν ότι μπορούν για να τον κρατήσουν υπό έλεγχο.
Ορισμένα πράγματα δεν αλλάζουν. Ο Σεργκέι Λαβρόφ, ο βετεράνος Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, εμφανίστηκε για να εξαγγείλει τις συνηθισμένες κατηγορίες κατά του ΝΑΤΟ. Το Κρεμλίνο ωστόσο, έχει χάσει ένα μέρος από τον ενθουσιασμό του από τότε που ο ρωσόφιλος Μάικλ Φλιν παραιτήθηκε από σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του κ. Τραμπ.
Πολλοί δυτικοί κουνούσαν τα κεφάλια τους γνωρίζοντας την αδυναμία τους στην τρομακτική σύγκρουση στη Συρία. Πολλοί προειδοποίησαν για τις ρεβανσιστικές φιλοδοξίες του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Όσον αφορά τον κ. Τραμπ, κυριάρχησαν οι ιστορίες για μια δυσλειτουργική κυβέρνηση, τις εκκεντρικές συνήθειες εργασίας και τις συγκρούσεις μεταξύ των σκληροπυρηνικών του στενού του κύκλου και των πιο ορθόδοξων επιλογών του προέδρου για την στελέχωση των υπουργείων. Όλοι ήταν απελπισμένοι για την εξαφάνιση των ορίων ανάμεσα στην αλήθεια και στα ψέματα.
Ο Ρεπουμπλικανικός παράγοντας, υπό την ηγεσία του Γερουσιαστή Τζον Μακέιν, προέβλεψε ότι θα ακολουθήσουν έντονες αψιμαχίες. Ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, ακούστηκε όσο χρειαζόταν πιστός στον κ. Τραμπ, επικρίνοντας ταυτόχρονα την εξωτερική του πολιτική.
Οι πραγματικά απαισιόδοξες συζητήσεις ωστόσο δεν αφορούσαν τόσο τον κ. Τραμπ, όσο το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι τον έστειλαν στο Λευκό Οίκο. Όπως όλοι οι δημαγωγοί μέχρι σήμερα, άδραξε την ευκαιρία που του προσέφερε η γενικότερη δυσαρέσκεια.
Οι πολιτικοί απέχουν ακόμα πολύ από το να βρουν μια διάγνωση για την ασθένεια, πόσο μάλλον ένα φάρμακο για την θεραπεία της. Αναμφίβολα, η «στρατηγική συγκράτησης» του κατεστημένου των Ρεπουμπλικάνων μπορεί να περιορίσει τα χειρότερα ένστικτα του προέδρου, αλλά τι γίνεται με «το κίνημα» του; Στις ημέρες μας, οι στερημένοι κουβαλάνε αυτόματα όπλα αντί για τσουγκράνες. Σε κάθε περίπτωση, η εξέγερση δεν περιορίζεται μόνο στις ΗΠΑ. Διαδραμάτισε ρόλο και στην ψήφο της Βρετανίας στο δημοψήφισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θρέφει τον ακροδεξιό εθνικισμό σε όλη την Ευρώπη.
Αν τα πράγματα εξελιχθούν με πολύ άσχημο τρόπο, μπορεί να οδηγήσουν την Μαρίν Λεπέν, την αρχηγό του γαλλικού ξενοφοβικού Εθνικού Μετώπου στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Η γαλλική προεδρική κούρσα πιθανότατα θα είναι το πολιτικό γεγονός με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο το 2017. Η απέχθεια του κ. Τραμπ για την μεταπολεμική αρχιτεκτονική της κοινότητας του Ατλαντικού είναι ανησυχητική. Η κα Λεπέν θα μπορούσε να την διαλύσει. Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχουν αποσύρει την συναίνεση τους στη δημοκρατική τάξη.
Για 70 χρόνια το πολιτικό επιχείρημα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες ήταν κυρίως για τα «μέσα». Η δεξιά και η αριστερά διαφωνούσαν, συχνά έντονα, για την κατανομή της εξουσίας, την σχέση ανάμεσα στο κράτος και το άτομο και τον ρυθμό της κοινωνικής αλλαγής, αλλά αποδέχονταν ουσιαστικά το ίδιο πλουραλιστικό πλαίσιο.
Οι λαϊκιστές έχουν ανατρέψει το διάλογο: τώρα έχει να κάνει με το «στόχο». Ο κ. Τραμπ, παρακινούμενος από τον στρατηγικό του σύμβουλου Στέφεν Μπάνον, φαντάζεται μια εντελώς διαφορετική τάξη, μια που θα είναι εύρωστη και προστατευτική και θα διαφυλάσσει τα προνόμια της αφελούς, λευκής, χριστιανικής πλειοψηφίας.
Οι αξίες της παλιάς τάξης, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ο πλουραλισμός, το κράτος δικαίου, η προστασία των μειονοτήτων, δεν έχουν χώρο στην πολιτική των ταυτοτήτων. Ούτε επίσης οι θεσμοί της δημοκρατίας. Οι δικαστές, τα μέσα ενημέρωσης και οι υπόλοιποι «είναι εχθροί του λαού». Μια εξωτερική πολιτική που βασίζεται στο σύνθημα «πρώτα η Αμερική» είναι μέρος της ίδιας κατασκευής. Ο κ. Μπάνον, ο ιδεολόγος που ενεργοποιεί τα ένστικτα του κ. Τραμπ, αναμένει μια σύγκρουση πολιτισμών με το Ισλάμ και έναν πόλεμο με την Κίνα.
Το φλερτ με τον κ. Πούτιν είναι περισσότερο μια πολιτισμική αλληλεγγύη απέναντι σε μια φανταστική απειλή των βαρβάρων.
Γιατί τώρα; Όλοι έχουν τη δική τους εξήγηση στο γιατί οι Τραμπ και Λεπέν έχουν επιτύχει εκεί που άλλοι έχουν αποτύχει να απηχήσουν στο θυμό και στις ανησυχίες των πολλών. Τα στάσιμα εισοδήματα, οι υβριστικές ελίτ, η λιτότητα που ακολούθησε το κραχ, οι ανασφάλειες που δημιουργούν η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση, τα πολιτισμικά σοκ της μετανάστευσης, όλα έπαιξαν ρόλο. Δεν είμαι σίγουρος ότι εξηγούν την εντυπωσιακή ενέργεια των εξεγερμένων. Αυτό έχει να κάνει με κάτι περισσότερο από τα στάσιμα εισοδήματα και την αύξηση της μετανάστευσης.
Τις προάλλες ένας Γερμανός φίλος αναφέρθηκε στην δεκαετία του 1930 και μου υπενθύμισε την κριτική τοτ Τζορτζ Όργουελ στο «ο Αγών Μου» του Χίτλερ.
Γράφοντας το 1940, ο Όργουελ ασχολήθηκε με την επανάπαυση των προοδευτικών της εποχής. Η βασική υπόθεση της εποχής ήταν πως η υλική ευμάρεια – η μεγαλύτερη ευτυχία των περισσοτέρων – θα προστάτευε την κυρίαρχη τάξη. Αλλά όπως το έθεσε ο κ. Όργουελ, «τα ανθρώπινα όντα δεν θέλουν μόνο ασφάλεια, άνεση, λίγες ώρες εργασίας, καθαριότητα, έλεγχο των γεννήσεων και γενικότερα κοινό νου. Θέλουν επίσης, τουλάχιστον κατά διαστήματα, αυτοθυσία και αγώνα, για να μην αναφέρω τύμπανα, σημαίες και παρελάσεις».
Θα μπορούσε να προσθέσει πως βοηθάει αν ο αγώνας έχει τις ρίζες του στην ταυτότητα, με τους «άλλους» – τους Εβραίους ή τους Μουσουλμάνους – να είναι ο εχθρός.
Ο ναζισμός και ο φασισμός, έλεγε ο Όργουελ, απηχούσαν σε μια ψψυχολογική τάση. Τα συναισθήματα έβαζαν στην άκρη τους οικονομικούς υπολογισμούς. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα, αν και ευτυχώς δεν φτάνι στον ίδιο βαθμό επικίνδυνης αυταπάτης.
Για τη γενιά του Όργουελ, η μόνη απάντηση ήταν να πολεμήσει για τις αξίες της. Ίσως να υπάρχει ένα μήνυμα εδώ για όλους τους φιλελεύθερους που υπέθεταν τις τελευταίες δεκαετίες πως ήταν αρκετό να διακηρύξουν το τέλος της ιστορίας.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr