Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ο Φιλανδός Αλεξ Στουμπ εξέδωσε μια πικρή προειδοποίηση: αν η Βρετανία αποφασίσει να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα έρθουμε αντιμέτωπη με ένα γεγονός τύπου Lehman Brothers ή μια τεράστια χρηματοπιστωτική κρίση σαν εκείνη του 2008.
Όταν αυτό συνέβη, ωστόσο, αυτή η πρόβλεψη (ευτυχώς) δεν ήταν σωστή. Ή τουλάχιστον δεν είναι ακόμη. Την Παρασκευή, οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού κατέγραψαν δραματικές διακυμάνσεις. Πράγματι, σε κάποιες αγορές όπως τα νομίσματα και οι μετοχές των βρετανικών τραπεζών, οι τιμές κινήθηκαν πιο δραματικά ακόμη και σε σχέση με την άγρια κατάρρευση του 2008.
Αλλά αυτό που ήταν σχεδόν όσο αξιοσημείωτο ήταν και οι διακυμάνσεις της Παρασκευής, ήταν αυτό που δεν συνέβη μετά την ψήφο υπέρ του Brexit: δηλαδή ένα ευρύ πάγωμα στην αγορά ή ένας πανικός των επενδυτών.
Σίγουρα, κάποιοι traders σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο δεν μπορούσαν με τίποτα να πάρουν σειρές τιμών σε συγκεκριμένες αγορές, όπως αυτές των ευρωπαϊκών εταιρικών ομολόγων. «Δεν μπορούμε να αγοράσουμε τους πιστωτικούς τίτλους που θέλουμε» εξομολογήθηκε ευρωπαίος διαχειριστής hedge fund σε τηλεδιάσκεψη την Παρασκευή. «Δεν υπάρχουν πωλητές».
Αυτό που ήταν εντυπωσιακό -αλλά αγνοήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό- ήταν ότι οι αγορές δε βίωσαν κανένα απόλυτο «flash crash» του τύπου που είδαμε πριν από δύο χρόνια στις αγορές κυβερνητικών ομολόγων.
Οι τιμές δεν κινήθηκαν εντελώς χαοτικά, όπως συνέβη στην αγορά ETF στην Αμερική νωρίτερα φέτος. Ούτε υπήρξε πανικός όπως το 2008 για λεγόμενο «κίνδυνο αντισυμβαλλομένου», ο τεχνικός όρος για μια κατάσταση όπου οι traders σταματούν να κλείνουν συμφωνίες μεταξύ τους λόγω ανησυχίας ότι θα καταρρεύσουν οι αντισυμβαλλόμενοι.
Αντίθετα, το χρηματοοικονομικό σύστημα συνέχισε να «λειτουργεί σε τάξη», όπως σημείωσε ανακοίνωση της αμερικανικής Επιτροπής Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας αργά την Παρασκευή το βράδυ. Αυτό σημαίνει ότι οι αγορές έκαναν αυτό που όφειλαν -ανακοστολόγησαν τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, ώστε να αντανακλούν έναν κόσμο που αλλάζει.
Πρόκειται για καλά νέα. Είναι επίσης βαθιά ανακούφιση για τους κεντρικούς τραπεζίτες οι οποίοι, χάριν ενός ειρωνικού αλλά έξυπνου προγραμματισμού, είχαν την εξαμηνιαία τους συνάντηση στη Βασιλεία, στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, αυτό το Σαββατοκύριακο. Εξάλλου, η Παρασκευή υπαινίσσεται ότι τουλάχιστον ένα μέρος των μαθημάτων που προέκυψαν από την κατάρρευση της Lehman Brothers, το έχουν πάρει.
Σκεφτείτε το. Το 2008, οι κεντρικοί τραπεζίτες του κόσμου δεν είχαν εμπειρία στην αντιμετώπιση πανικών στην αγορά, καθώς η προηγούμενη δεκαετία ήταν σχετικά αβλαβής. Αλλά σήμερα έχουν βιώσει την καταστροφή: την πτώχευση της Lehman, flash crashes, δράματα στην κινεζική αγορά και πολλαπλές κρίσεις στην ευρωζώνη.
Αυτό τους έχει κάνει πολύ πιο επιδέξιους στην επικοινωνία και τη συνεργασία απ’ ότι ήταν το 2008. Γνωρίζουν επίσης πώς να αντισταθμίσουν κρίσεις στη ρευστότητα.
Και αυτό που στην πραγματικότητα είναι σημαντικό, είναι το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν εντείνει τις δεξιότητες στη διαχείριση κινδύνων -και έχουν εξαναγκαστεί από τις ρυθμιστικές αρχές να αυξήσουν τα επίπεδα του κεφαλαίου και την κάλυψη ρευστότητας, αλλά και να μειώσουν τo proprietary trading. Αυτό τις καθιστά λιγότερο ευπαθείς στην κατάρρευση της αγοράς.
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει αντιμετωπίσει όλες τις αναταράξεις από το Brexit. Ενα δυσάρεστο, απειλητικό πρόβλημα για τις τράπεζες, όπως έχει παρατηρήσει ο Matt King του Citi, είναι το ότι άλλη μία πιθανή πτώση στην ανάπτυξη θα οδηγήσει σε κατάρρευση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και τις αποδόσεις. Αυτό σίγουρα θα είναι εξουθενωτικό για τις τράπεζες, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Άλλο ένα πρόβλημα είναι ότι οι αγορές θα μπορούσαν σύντομα να αντιμετωπίσουν έναν δεύτερο κίνδυνο «L»: το ρίσκο μιας ανατάραξης παρόμοιας με το τι συνέβη όταν πτώχευσε το hedge fund Long Term Capital Management το 1998.
Την Παρασκευή, κανείς από τους διαχειριστές μεγάλων στοιχείων ενεργητικού δεν παραδέχθηκε πως έχασε χρήματα εξαιτίας των διακυμάνσεων στις τιμές. Αλλά αυτό είναι απλά θέμα χρόνου. Το Σαββατοκύριακο που πέρασε οι διαχειριστές στοιχείων ενεργητικού και οι τράπεζες επίσης, θα υπολογίζουν τη ζημιά, και όσοι έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες θα αντιμετωπίσουν margin calls.
Αυτό θα πρέπει να πυροδοτήσει μια σειρά πτωχεύσεων και ρευστοποιήσεων χαρτοφυλακίων hedge funds και επενδυτικών εταιριών, όπως συνέβη και με την περίπτωση του LTCM. Αν γίνει αυτό, οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού μπορεί να πέσουν με μεταδοτικό και εξουθενωτικό τρόπο.
Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος τώρα είναι ότι υπάρχει «κάτι που παραμονεύει εκεί έξω στο σκοτάδι όπως (η κρίση λόγω του LTCM) ή ενός είδους χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που μπορεί να κινδυνεύει, αλλά δεν το γνωρίζουμε ακόμη», όπως το θέτει ο Scott Minerd, επικεφαλής στην Guggenheim Partners.
Αυτό ακούγεται τρομακτικό. Αλλά πριν πανικοβληθεί κανείς, αξίζει να θυμηθεί μια ακόμη βασική λεπτομέρεια σχετικά με το 1998: έπειτα από μια κατάρρευση στις τιμές των μετοχών, υπήρξε ανάκαμψη, και δεν σημειώθηκε καμία σημαντική οικονομική ζημιά μετά το LTCM -αντίθετα από τη Lehman Brothers- που να έπληξε τα κανάλια πίστωσης. Το ίδιο συνέβη και το 1987 και το 2001.
Αυτός δεν είναι λόγος για να εφησυχαζόμαστε. Αλλά, αν η ιστορία φέρνει τώρα έναν δεύτερο κίνδυνο «L» -συγκεκριμένα μια ανατάραξη τύπου LTCM και όχι μια καταστροφή όπως της Lehman Brothers- μπορεί να αποτελέσει και ανακούφιση.
Ας ελπίσουμε ότι θα γίνει έτσι. Και ας εστιάσουμε όλοι στα margin calls.