Μία από τις ελάχιστες απόψεις περί πολιτικών που έχει εκφράσει ο Ντόναλντ Τραμπ με οποιασδήποτε μορφής συνέπεια και νοητική δέσμευση στο πέρασμα των χρόνων, είναι ο προστατευτισμός του -η άποψή του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «χάνουν» στην παγκόσμια οικονομία, γιατί εισάγουν περισσότερα απ’ ότι παράγουν.
Αυτή η ροπή προς τον προστατευτισμό εκδηλώνεται, για παράδειγμα, στη μελέτη που παρήγγειλε ο πρόεδρος από τον υπουργό Εμπορίου, επάνω στις αιτίες των διμερών εμπορικών ελλειμμάτων των ΗΠΑ, ανά χώρα και ανά βιομηχανία.
Ωστόσο υπάρχουν δύο τύποι προστατευτισμού, ακριβώς όπως υπάρχουν και δύο τρόποι για να μειωθεί ένα εμπορικό έλλειμμα: με το να περιοριστούν οι εισαγωγές ή με το να αυξηθούν οι εξαγωγές. Η ελάττωση του ελλείμματος με τον περιορισμό των εισαγωγών αποτελεί μετατόπιση προς λιγότερο διεθνές εμπόριο. Είναι λογικό να την αποκαλέσουμε «οικονομικό εθνικισμό». Η μείωση του ελλείμματος με την τόνωση των εξαγωγών, αντιθέτως, είναι ένας «προστατευτισμός» που περιλαμβάνει περισσότερο διεθνές εμπόριο. Πείτε τον «μερκαντιλισμό» (αν και αυτός ο όρος συνήθως περιγράφει τόσο τους περιορισμούς στις εισαγωγές όσο και την ενθάρρυνση των εξαγωγών).
Αυτή η διάκριση έχει ιδιαίτερη σημασία όταν αναλύσουμε την τρέχουσα αμερικανική διακυβέρνηση. Ένας λόγος είναι το γεγονός πως η ίδια η διοίκηση -πόσο μάλλον ο πρόεδρος- δεν έχει μια ενιαία άποψη για το ποιο είδος προστατευτισμού επιθυμεί. Ο οικονομικός εθνικισμός θα περιλάμβανε μια απόπειρα «επαναπατρισμού» της εφοδιαστικής αλυσίδας στην οποία εμπλέκονται αμερικανικές εταιρίες, όπως υποστήριξε ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου για το εμπόριο, Πίτερ Ναβάρρο. Άλλοι σύμβουλοι, συχνά με δεσμούς με μεγάλες επιχειρήσεις, αμβλύνουν με επιτυχία την προσπάθεια να εξαλειφθούν οι εμπορικές συμφωνίες και αντ’ αυτού εστιάζουν στην αύξηση της πρόσβασης των αμερικανικών εξαγωγέων στην αγορά.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως όταν έρθει η ώρα της χειροπιαστής χάραξης πολιτικής, εθνικισμός και μερκαντιλισμός οδηγούν σε τραγικά διαφορετικές κατευθύνσεις. Και καθώς η οικονομική πραγματικότητα «υψώνει το ανάστημά της», το ίδιο κάνουν και οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών επιλογών και το πως κατανέμονται τα οφέλη και τα βάρη που απορρέουν από αυτές.
Βασικό στοιχείο αυτής της πραγματικότητας είναι πως το συνολικό εμπορικό έλλειμμα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ρυθμό αποταμίευσης και επενδύσεων στην οικονομία, παραμέτρους που οι εμπορικές πολιτικές δεν επηρεάζουν πολύ. Ο Μάρτιν Γουλφ το εξηγεί αυτό λεπτομερώς στο τελευταίο του άρθρο.
Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει πως ο περιορισμός στις εισαγωγές θα βάλει ταυτόχρονα φρένο και στις εξαγωγές -βοηθώντας, ίσως, κάποιους κατασκευαστές που απειλούνται από τον εξωτερικό ανταγωνισμό, αλλά πλήττοντας τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις που εστιάζουν στις εξαγωγές. (αυτό μπορεί να οφείλεται στις υψηλότερες τιμές των εισαγόμενων αγαθών και πρώτων υλών, στο ότι το εργατικό δυναμικό σπανίζει γιατί απομακρύνεται από τους προστατευμένους τομείς, στις διακυμάνσεις των ισοτιμιών ή σε φραγμούς-αντίποινα σε υπάρχουσες αγορές εξαγωγών -όλα αυτά εξαρτώνται από πως θα περιοριστούν οι εισαγωγές). Όπως δείχνει η ανταπόκριση του Shawn Donnan από τις μεσοδυτικές αμερικανικές πολιτείες, αυτό ακριβώς είναι που έχουν αρχίσει να φοβούνται κάποιοι αγρότες που στηρίζουν Τραμπ.
Ο σκέτος μερκαντιλισμός, στο μεταξύ, μπορεί να διευρύνει τις εξαγωγές αλλά ταυτόχρονα πιθανώς θα οδηγήσει σε υψηλότερες εισαγωγές καθώς μεγαλύτερο κομμάτι της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας μετατοπίζεται στις εξαγωγικές δραστηριότητες και απομακρύνεται από την προσφορά προς την εγχώρια αγορά.
Η προεκλογική ρητορική του Τραμπ εστίασε στο είδος του εθνικιστικού προστατευτισμού που περικόπτει τις εισαγωγές και που αποσκοπεί στο να καταστήσει την οικονομία πιο κλειστή και αυτάρκη. Πρόσφατα, ωστόσο, η μερκαντιλιστική άποψη ξεκάθαρα δείχνει να κερδίζει έδαφος.
Σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε στην Wall Street Journal, ο Τραμπ ανέφερε πως η Κίνα δεν χειραγωγεί το νόμισμά της, μίλησε «υποτιμητικά» για το αμερικανικό δολάριο και ανακοίνωσε στροφή 180 μοιρών επάνω στην αμερικανική Export-Import Bank, της οποίας τη στήριξη στους Αμερικανούς εξαγωγείς πλέον επιδοκιμάζει. Ο υπουργός Οικονομικών, Steven Mnuchin, προσέφερε ένα παρόμοια ήπιο μήνυμα μέσω των FT. Και οι επιχειρήσεις βλέπουν την ατμόσφαιρα να αλλάζει. Η Emily Feng των FT αναφέρει σε ρεπορτάζ της ότι οι αμερικανικές εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Κίνα, φοβούνται πλέον λιγότερο την κλιμάκωση στους φραγμούς σε εισαγωγές και αντ’ αυτών αναμένουν μια προσπάθεια για αύξηση της πρόσβασής τους στις κινεζικές αγορές.
Όταν πρόκειται για επιλογή μεταξύ των δύο τύπων προστατευτισμού, είναι σαφές το ποιο προτιμούν οι υποστηρικτές του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ο μερκαντιλισμός, αν και δεν είναι ιδιαίτερα λογικός όταν μετατρέπει σε φετίχ τις εξαγωγές, είναι συμβατός με μια πιο ανοικτή οικονομία. Ο εθνικισμός, παρότι εξίσου φετίχ, είναι το αντίθετο.
Κάποιοι από τους κόλπους της κυβέρνησης, που υποστηρίζουν την προώθηση των εξαγωγών αντί του περιορισμού των εισαγωγών, κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι καθόλου υπέρ του προστατευτισμού, αλλά είναι υπέρμαχοι μη παρεμβατικών πολιτικών που έχουν κρατήσει την πιο ωφέλιμη εκδοχή του προστατευτισμού για να αποκρυσταλλώσουν τα ένστικτα του προέδρου για το «πρώτα η Αμερική», σε πολιτική.
Είναι μια έξυπνη στρατηγική. Τόσο έξυπνη, που οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ θα έπρεπε να κάνουν το ίδιο.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr