«Το πιο ισχυρό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 δεν ήταν ένα όπλο ή μια διπλωματική συμμαχία.Ήταν μια ιδέα. Όπως όλες οι ισχυρές ιδέες, ήταν αρκετά απλή: για να επιτύχουν οικονομικά, τα κράτη θα απελευθέρωναν τις αγορές και θα γίνονταν πιο υπεύθυνα μέλη μιας διεθνούς κοινότητας», αναφέρει ρεπορτάζ των Financial Times και προσθέτει:
«Έτσι και έγινε. Για 20 χρόνια, ο κόσμος συνέκλινε προς ένα μοντέλο φιλελεύθερης τάξης με μια άνευ προηγουμένου ευημερία και με συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων. Το μεγάλο ερώτημα για την ιστορία του 21ου αιώνα είναι γιατί οι μεγάλες δυνάμεις προχώρησαν ταυτόχρονα και σχεδόν με ενθουσιασμό στη διάλυση αυτής της τάξης και εγκαινίασαν μια νέα εποχή αντιπαλότητας, προστατευτισμού και περιορισμένων πολέμων, στην οποία βρέθηκαν όλες σε χειρότερη θέση. Γιατί το τέλος της ιστορίας – όπως το αποκάλεσε ο Φράνσις Φουκουγιάμα, ένας 37χρονος τότε ερευνητής στο Rand Corporation – δεν oλοκληρώθηκε ποτέ;».
Παράλληλα, επισημαίνεται: «η Ε.Ε. απέτυχε να εφαρμόσει τις κατάλληλες δημοσιονομικές και χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις, μένοντας ανυπεράσπιστη όταν ήρθε η επόμενη οικονομική κρίση το 2018 (η οποία ακολούθησε την κρίση της ανατολικής Ασίας το 1997 και την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008). Η Βρετανία ψήφισε να αποχωρήσει από την Ε.Ε. το 2016 χωρίς ξεκάθαρο σχέδιο για τον μελλοντικό της παγκόσμιο ρόλο. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν για πάνω από μια δεκαετία, κατά την διάρκεια της οποίας ο χρηματοοικονομικός τομέας του Λονδίνου και η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκαν» και συμπληρώνει:
«Ο βαθύτερος λόγος ήταν τετριμμένος και ίδιον των ανθρώπων. Ορισμένοι άνθρωποι βαρέθηκαν το status quo και αρκετοί ακολούθησαν για τι δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα υπάρξει μια χειρότερη εναλλακτική. Τα πάθη υπερνικούν τα συμφέροντα. Και δεν είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά. Πριν από έναν αιώνα περίπου, τα ευρωπαϊκά κράτη γιόρτασαν το τέλος ενός αιώνα ειρήνης και προχώρησαν με ενθουσιασμό στον πιο φρικτό ως τότε πόλεμο της ιστορίας».