FT: Πώς οι κεντρικοί τραπεζίτες ταρακούνησαν τις αγορές

Από κοντά, η συγκέντρωση των διασήμων ανδρών και γυναικών που χαράσσουν τη νομισματική πολιτική στο θέρετρο Σίντρα της Πορτογαλίας αυτήν την εβδομάδα, ήταν μια κάπως σχολαστική συζήτηση των οικονομικών εκτιμήσεων.

Ωστόσο, έξω από τις πόρτες βρίσκονταν ένα γιγαντιαίο πλήθος επενδυτών, traders και οικονομικών συντακτών. Μισές φράσεις και μισά λόγια διαδόθηκαν στον κόσμο μέσω μιας αλληλουχίας tweets και τίτλων, φέρνοντας τις χρηματαγορές σε δύσκολη θέση, πριν καν επιστρέψουν στις θέσεις τους οι κεντρικοί τραπεζίτες.

Η σύγχυση έγινε ακόμα μεγαλύτερη από το εξής: την Τρίτη, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι μίλησε για δυνάμεις αναθέρμανσης του πληθωρισμού και οικονομική ανάκαμψη. Την επόμενη ημέρα ανώτατα στελέχη της ΕΚΤ δήλωσαν στους δημοσιογράφους πως η αντίδραση της αγοράς, η οποία οδήγησε το ευρώ στο υψηλότερο επίπεδο έναντι του δολαρίου φέτος, είχε «κρίνει λάθος» τα λεγόμενα του Ντράγκι.

Παρ’ ολ’ αυτά, μέχρι το τέλος μιας εβδομάδας απότομων μεταβολών στις αγορές, το ευρώ είχε αυξηθεί κατά 2 σεντς στα 1,14 δολάρια, οι αποδόσεις των ομολόγων ανά τον κόσμο έκαναν άλμα και οι βρετανοί traders αποφάσισαν πως είναι πιο πιθανό να υπάρξει αύξηση των βασικών επιτοκίων φέτος.

Το πρώτο συμπέρασμα είναι απλό: λίγα πράγματα έχουν περισσότερη σημασία για τις παγκόσμιες αγορές αυτή τη στιγμή από τις απόψεις της επιλεγμένης ομάδας που προσκλήθηκε στην Πορτογαλία από την ΕΚΤ. «Είμαστε και πάλι υποταγμένοι στους κεντρικούς τραπεζίτες», δηλώνει ο Brad Bechtel της Jefferies International.

Αυτό που προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν, κατά τον επικεφαλής του τμήματος σταθερού εισοδήματος στην JPMorgan Asset Management, Bob Michele, «είναι πως η 30ετής bull market τελείωσε και τα πράγματα θα πρέπει να επιστρέψουν στο κανονικό».

Σ’ αυτή την περίπτωση, «κανονικό» σημαίνει υψηλότερα επιτόκια, που είναι κακά για τις τιμές των ομολόγων, και οδηγεί στο δεύτερο συμπέρασμα: μετά από τρεις δεκαετίες κυρίως πτωτικών αποδόσεων ομολόγων, η αλλαγή πορείας είναι εξαιρετικά δύσκολη όταν οι τιμές για τίτλους αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων κρέμονται από κάθε λέξη.

Πάνω από κάθε απόφαση αιωρείται το επωνομαζόμενο taper tantrum (σ.σ. η εκτίναξη των αποδόσεων) που προκλήθηκε από τα σχέδια της Fed να περιστείλει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσής της το 2013. Ο chief investment officer του τμήματος σταθερού εισοδήματος της BlackRock, Rick Rieder, υποστηρίζει πως η κατάσταση σήμερα είναι πολύ διαφορετική από την κατάσταση προ τετραετίας. Θεωρεί «υγιείς» τις αναταράξεις της εβδομάδας αυτής. «Οι αγορές χρειάζονταν λίγη μεταβλητότητα», είπε.

Πράγματι, κατά κάποιον τρόπο η αντίδραση στη συγκέντρωση της Σίντρα αντανακλά αυτό που οι αγορές «τρώγονταν» να πουν οι νομισματικοί φύλακες.

Το ταξίδι διαφέρει για κάθε κεντρική τράπεζα, με την περιστολή των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων, τα υψηλότερα επιτόκια ή τη μη επανεπένδυση χρέους που αγοράστηκε στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης καθώς λήγει να είναι μεταξύ των επιλογών.

Ο ρυθμός επίσης θα διαφέρει – μακρύς και αργός για την περίπτωση της ΕΚΤ, ταχύς και άμεσος για την Τράπεζα του Καναδά, ασταθής και αβέβαιος για την Τράπεζα της Αγγλίας, κρίνοντας από τις αντικρουόμενες απόψεις των μελών της επιτροπής που ορίζει τα επιτόκια.

Ωστόσο, πολλοί συμμερίζονται την άποψη του George Saravelos της Deutsche Bank, ο οποίος λέει πως από την Σίντρα προέκυψε «μια συντονισμένη στροφή από τις κεντρικές τράπεζες του αναπτυγμένου κόσμου προς μια πιο επιθετική κατεύθυνση». Το ονομάζει «η Συνθήκη της Σίντρα».

Ο κ. Michele σημειώνει πως αυτή η ανάγκη για συντονισμό πηγάζει εν μέρει από τη λογική της δράσης των κεντρικών τραπεζών. Θα είναι ευκολότερο ένας θεσμός να σταματήσει να αγοράζει χρέος, ή ακόμα και να μειώσει τα holdings του, αν οι ομότιμοι θεσμοί συνεχίζουν να αγοράζουν.

Η ΕΚΤ είναι εν μέρει έτοιμη να μειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής της χαλάρωσης, αναφέρει, διότι θα είναι καλύτερα αν ενεργήσει σε συντονισμό παρά μόνη της. «Θέλεις πραγματικά να είσαι εκεί του χρόνου επιτρέποντας στη Fed να ομαλοποιήσει (τη δική της νομισματική πολιτική) και να σε αφήσει με μια διαστρεβλωμένη πολιτική;», σχολιάζει.

Η συντονισμένη δράση θα έχει μεγάλες επιπτώσεις στα νομίσματα, σύμφωνα με τους αναλυτές. Για την Federal Reserve, που ήδη βρίσκεται σε στον δρόμο της ομαλοποίησης της πολιτικής της, μπορεί να σημαίνει μια ακόμα πιο μακρά περίοδο αδυναμίας του δολαρίου, καθώς θα συγκλίνουν οι πολιτικές.

Ωστόσο, για την Τράπεζα της Ιαπωνίας θα μπορούσε να σημαίνει μια επιστροφή σε διατηρήσιμη αδυναμία του γεν έναντι του δολαρίου. Κάτι στο οποίο δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία λόγω του ενθουσιασμού της Σίντρα, ήταν ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας, Χαρουχίκο Κουρόντα θα διατηρήσει το status quo και θα κρατήσει κοντά τα εργαλεία νομισματικής χαλάρωσης.

Το trade δολαρίου-γεν «έχει επιτέλους και πάλι πόδια», δήλωσε ο κ. Bechtel, ο οποίος περιμένει το γεν να αποδυναμωθεί έναντι άλλων νομισμάτων, ιδιαιτέρως έναντι του ευρώ.

Το πόσο θα διαρκέσει αυτή η σύγκλιση πολιτικής, θα εξαρτηθεί από παράγοντες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Η ανατίμηση του ισχυρού ευρώ οδηγεί σε σφιχτότερες οικονομικές συνθήκες, σύμφωνα με τον Stephen Saywell της BNP Paribas, και το αν θα διατηρηθεί ή αυξηθεί ακόμα περισσότερο «υπάρχει λιγότερη ανάγκη ο κ. Ντράγκι να συνεχίσει αυτή την επιθετική νομισματική πολιτική».

Ωστόσο, μέσα στον ενθουσιασμό τους για σημεία του μηνύματος που ταιριάζουν σε αυτό το αφήγημα, οι αγορές μπορεί να βιάστηκαν. Ο John Wraith, επικεφαλής του τμήματος στρατηγικής επιτοκίων της Βρετανίας στην UBS, συγκρίνει τους διοικητές των τραπεζών με χτίστες που ενισχύουν ένα κτίριο που κινδυνεύει να καταρρεύσει.

Το να αναμένεται ταχεία δράση είναι μια εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης, υποστηρίζει. «Κατεβάζεις τις σκαλωσιές πολύ προσεκτικά, δεν τις ρίχνεις όλες μαζί».

Ούτε θεωρούν όλοι πως οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να αφαιρέσουν τη στήριξη της νομισματικής χαλάρωσης χωρίς να προκαλέσουν κάποιο πρόβλημα. Ο αναλυτής της Citi, Matt King, προβλέπει πως η αστάθεια που θα προκύψει θα μπορούσε ακόμα και να καταστρέψει την οικονομική ανάκαμψη.

«Πιθανότατα θα αποσταθεροποιήσει τις αγορές τόσο ώστε μέχρι το επόμενο έτος οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει και πάλι να παρέμβουν στις αγορές, ασχέτως του πόσο δυσάρεστο θα το βρουν», αναφέρει.

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


Exit mobile version