Ποιος πρέπει να κυβερνά το ευρώ
Είναι ένα ερώτημα που όπως είναι διατυπωμένο είναι προβληματικό. Κάθε πτυχή της οικονομίας της ευρωζώνης – η νομισματική και τραπεζική πολιτική, η δημοσιονομική πολιτική, τα ευρύτερα διαρθρωτικά οικονομικά καθεστώτα – χρειάζεται μια διαφορετική απάντηση όσον αφορά το ποιος πρέπει να την κυβερνάει.
Από μια άποψη, η σωστή απάντηση είναι «κανένας και όλοι». Γιατί οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι, και πρέπει να παραμείνουν, οικονομίες της αγοράς. Οι πόροι πρέπει, σε σημαντικό βαθμό, να κατανέμονται με βάση τις αποφάσεις ατόμων και επιχειρήσεων.
Αλλά αυτές οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται εντός ενός πλαισίου που περιλαμβάνει ρυθμίσεις, φόρους, την άμεση συμμετοχή του δημόσιου τομέα στην οικονομική δραστηριότητα και τη δημοσιονομική πολιτική. Ποιος θα πρέπει τότε να έχει το λόγο για κάθε μια από αυτές τις αποφάσεις οικονομικής πολιτικής;
Υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη ότι οι δημοσιονομικές αποφάσεις και η ευρύτερη οικονομική πολιτική πρέπει να υπόκεινται σε κεντρικό έλεγχο και ότι αυτός ο έλεγχος πρέπει να χρησιμοποιείται για να βοηθάει στη «σύγκλιση» των διαφορετικών καθεστώτων οικονομικής πολιτικής μεταξύ των διαφορετικών κρατών μελών.
Η άποψη αυτή δεν απέχει πολύ από το να πραγματοποιηθεί στη δημοσιονομική πολιτική, με την εισαγωγή μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, μιας σειράς από νέες, κεντρικές εξουσίες που υπερισχύουν των εθνικών.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι οι ευρύτερες διαρθρωτικές πολιτικές πρέπει να συγκλίνουν, πιθανότατα υπό μια κεντρική κατεύθυνση, αν όχι έλεγχο. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, έχει πραγματοποιήσει διάφορες ομιλίες υπέρ του στόχου αυτού. Και μεταξύ των προτάσεων για μια βαθύτερη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης που βρίσκονται τώρα υπό συζήτηση, ορισμένες τάσσονται υπέρ μιας ακόμα μεγαλύτερης συγκέντρωσης των δημοσιονομικών και άλλων οικονομικών πολιτικών με αντάλλαγμα την πρόσβαση σε μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια για χώρες που πλήττονται από οικονομικές διαταραχές.
Έχω επιχειρηματολογήσει εδώ και καιρό ενάντια σε περαιτέρω συγκέντρωση των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών και έχω προτείνει να διατηρηθεί μια αυτονομία σε εθνικό επίπεδο. Υπάρχουν τρεις λόγοι για αυτό.
Πρώτον, οι πολιτικές πρέπει να ανταποκρίνονται στις πραγματικές διαφορές στις πολιτικές προτιμήσεις και στις οικονομικές συνθήκες μεταξύ των κρατών. Οι πολίτες μπορεί να τείνουν προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά: προτιμούν διαφορετική στάθμιση ανάμεσα στο συλλογικό και το ατομικό, την ασφάλεια και το ρίσκο. Οι προτιμήσεις αυτές μπορεί να σχετίζονται ή να μη σχετίζονται με μοναδικές οικονομικές συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση οφείλουν να γίνονται σεβαστές.
Δεύτερον, μπορούμε να μάθουμε από την πολλαπλότητα. Μια χώρα που αναπτύσσει μια δική της κοινωνιο-οικονομική πολιτική προσφέρει ένα δημόσιο αγαθό γιατί και οι υπόλοιποι μπορούν να δουν πόσο καλά λειτουργεί και αν μπορεί να εφαρμοστεί αλλού. Σκεφτείτε την επίδραση που είχαν οι μεταρρυθμίσεις Hartz στη Γερμανία ή το μοντέλο «flexicurity» στη Δανία.
Τρίτον, ακόμα και αν υπάρχουν λόγοι για μια πιο κεντρική λήψη αποφάσεων, είναι επικίνδυνο να εφαρμοστεί χωρίς μια ευρεία λαϊκή στήριξη. Μετά τις τοξικές πολιτικές της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, η αποκατάσταση της εθνικής αυτονομίας ώστε να φανεί ότι η ψήφος στις εθνικές εκλογές κάνει πράγματι τη διαφορά, αποτελεί προϋπόθεση για περισσότερη αφαίρεση εθνικής κυριαρχίας στο μέλλον.
Το ότι πρέπει να επιστραφούν κάποιες εξουσίες άσκησης οικονομικής πολιτικής δεν σημαίνει ότι κάθε χώρα θα κάνει το δικό της. Υπάρχουν συχνά καλοί λόγοι για μια εναρμόνιση της πολιτικής, αλλά αυτό μπορεί συχνά να γίνει πρωτοπόρες «συμμαχίες των προθύμων» που αφήνουν την πόρτα ανοιχτή σε άλλους για να ενταχθούν αργότερα. Πρέπει να προσθέσουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι τομείς που έχει νόημα να περιοριστούν οι κρατικές εξουσίες – όπως ο καθορισμός μιας κοινής φορολογικής βάσης για να αποτραπεί η φοροαποφυγή – αλλά αυτό αφορά την Ε.Ε. συνολικά, όσο και την ευρωζώνη.
Το μόνο που μένει είναι η διακυβέρνηση του ίδιου του «ευρώ», του πραγματικού νομίσματος. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτό γίνεται από την ΕΚΤ και έτσι θα έπρεπε να γίνεται. Αλλά στην πραγματικότητα η ΕΚΤ έχει πολύ λιγότερο έλεγχο πάνω στο νόμισμα ακόμα και στα πιο βασικά σημεία. Το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς χρήματος – τα υφιστάμενα ευρώ που χρησιμοποιούν τα άτομα και οι επιχειρήσεις για συναλλαγές – δεν δημιουργείται από την κεντρική τράπεζα αλλά από το (σε μεγάλο βαθμό ιδιωτικό) τραπεζικό σύστημα όταν χορηγεί δάνεια. Αυτό ισχύει για όλα τα νομισματικά συστήματα σήμερα, αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία για μια νομισματική ένωση πολλών χωρών.
Επειδή η ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία καθορίζεται από τις αποφάσεις χιλιάδων τραπεζών, η κεντρική τράπεζα έχει περιορισμένο έλεγχο πάνω στην ανάπτυξη – και σε μια κρίση στην συρρίκνωση – της ποσότητας του χρήματος στην οικονομία. Αυτό είναι από μόνο του κακό. Αλλά από την στιγμή που οι τράπεζες υπόκεινται σε κρατικές ρυθμίσεις, η διαδικασία δημιουργίας του χρήματος είναι ιδιαίτερα χαοτική, όταν οι τραπεζικές ρυθμίσεις διαφέρουν από χώρα σε χώρα.
Για την διακυβέρνηση του ευρώ, αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι είναι αναγκαία μια μεταφορά των εξουσιών για την εποπτεία, την ρύθμιση και την εκκαθάριση και αναδιάρθρωση των τραπεζών σε κεντρικό επίπεδο. Αυτό συμβαίνει με τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης, αλλά πρέπει να πάει ακόμα πιο πέρα.
Δεύτερον, η ΕΚΤ πρέπει να δοκιμάσει να ανακτήσει τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος. Πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα μικρότερων κεντρικών τραπεζών και να εξετάσει πως θα μπορούσε να δημιουργήσει επίσημο ηλεκτρονικό χρήμα διαθέσιμο σε όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, απελευθερώνοντας τη διαδικασία δημιουργίας χρήματος από το τραπεζικό σύστημα.
Για να συνοψίσουμε: ποιος θα κυβερνάει το ευρώ; Στην δημοσιονομική και διαρθρωτική πολιτική, η διακυβέρνηση πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερη αυτονομία για τις εθνικές κυβερνήσεις. Σε ζητήματα νομισματικής πολιτικής, ο κεντρικός έλεγχος πρέπει να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο και να περιοριστεί η δύναμη όχι μόνο των κρατών, αλλά και των τραπεζών.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr