Στη θεωρία μπορεί να φαίνεται καλό: παραδοσιακοί αντίπαλοι ενώνονται προς το εθνικό συμφέρον για να σχηματίσουν μια μεγάλη πλειοψηφία, παρέχοντας σταθερότητα και καθιστώντας δυνατή την επιδίωξη δύσκολων αλλά απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Στην πραγματικότητα, είναι καταστροφή, όπως δείχνει η εμπειρία αρκετών ευρωπαϊκών χωρών αναφέρουν οι Financial Times.
Δείτε την Αυστρία: στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών νωρίτερα αυτό τον μήνα, οι ψηφοφόροι κατάφεραν ένα δυνατό πλήγμα στα δύο κύρια κόμματα της χώρας -τους Σοσιαλδημοκράτες και το κεντροδεξιό Λαϊκό κόμμα που αποτελούν τον κυβερνητικό συνασπισμό- και έδωσαν τη νίκη στο ακροδεξιό κόμμα Ελευθερίας (FPÖ) και το Πράσινο κόμμα. Οι ψηφοφόροι εξεγείρονται ανοικτά κατά αυτού που εμείς στην Ευρώπη ονομάζουμε μεγάλο συνασπισμό.
Ονομάσαμε «μεγάλες» αυτές τις συμμαχίες μεταξύ των κύριων κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων για έναν απλό λόγο. Μαζί συνήθιζαν να έχουν πλειοψηφίες 80% και παραπάνω. Αλλά οι πλειοψηφίες τους φθίνουν και σε ορισμένες περιπτώσεις εξαφανίζονται. Στην Αυστρία αυτό μόλις συνέβη. Στη Γερμανία, πρόσφατη δημοσκόπηση δίνει στον κυβερνητικό συνασπισμό της Άνγκελα Μέρκελ, των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, ένα συνολικό 50,5%. Αυτή εξακολουθεί να είναι οριακή πλειοψηφία, την οποία όμως τα δύο κόμματα κινδυνεύουν να χάσουν στις γενικές εκλογές του 2017.
Η Γερμανία μπορεί να μη βρίσκεται στην κατάσταση που είναι η Αυστρία σήμερα, αλλά η τάση είναι ανησυχητική και οι συνέπειες για την Ευρώπη είναι φρικτές. Η τάση αυτή πυροδοτείται από έναν συνδυασμό χαμηλής ανάπτυξης, επαναλαμβανόμενων χρηματοπιστωτικών κρίσεων και μιας αύξησης στη μετανάστευση. Πολιτική επίπτωση είναι η μετατόπιση των δύο μερών προς το κέντρο.
Η κ. Μέρκελ είναι η πιο κεντρώα ηγέτιδα που είχε ποτέ το CDU. Οι θέσεις της στο ζήτημα της προσφυγικής κρίσης και στην πυρηνική ενέργεια λίγο διαφέρουν από εκείνες του SPD και των Πρασίνων. Οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν επίσης μετακινηθεί προς το κέντρο. Το κόμμα αποδέχεται τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership – TTIP), μια προτεινόμενη εμπορική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και ΕΕ.
Στην κρίση της ευρωζώνης, υποστήριξε το βέτο της κ. Μέρκελ στα κοινά ευρωπαϊκά χρεόγραφα και την εγγύηση καταθέσεων. Διαβάστε τα προγράμματα των δύο κομμάτων και θα βρείτε μικρές διαφορές στις κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές. Στην πράξη, τα δύο κόμματα είναι ίδια και απαράλλακτα.
Οι επικριτές των μεγάλων συνασπισμών είχαν προβλέψει αυτό που συμβαίνει τώρα. Οι κοντόφθαλμοι σχεδιαστές των στρατηγικών των κομμάτων αγνόησαν τις προειδοποιήσεις τους. Κάθε φορά που τα δύο κύρια κόμματα της Γερμανίας σχημάτισαν έναν μεγάλο συνασπισμό, κατέληξαν να ενισχύουν τα άκρα.
Ο μεγάλος συνασπισμός της περιόδου 1966-1969 τόνωσε το ακροδεξιό Εθνικοδημοκρατικό κόμμα (NPD). Οδήγησε επίσης στην άνοδο ενός ακραίου αριστερού κινήματος, από τους κόλπους του οποίου προέκυψε το τρομοκρατικό δίκτυο Μπάαντερ-Μάινχοφ (Φράξια Κόκκινος Στρατός). Ο μεγάλος συνασπισμός του 2005-2009 οδήγησε στην αύξηση του Αριστερού κόμματος και του Πράσινου κόμματος. Αυτό που ωφελήθηκε περισσότερο από τον τωρινό μεγάλο συνασπισμό, που ανέλαβε την εξουσία το 2013, είναι το AfD, το δεξιό κόμμα κατά της μετανάστευσης. Η δημοτικότητά του έχει αυξηθεί από 4,7 σε 13,5%, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση.
Ο λόγος για τον οποίο η Γερμανία κατέληξε με έναν μεγάλο συνασπισμό είναι το ότι τα δύο κύρια κόμματα απέρριψαν κατηγορηματικά συμφωνίες με ακραίες ομάδες. Έτσι ο μεγάλος συνασπισμός αποτέλεσε τον μόνο αριθμητικά εφικτό σχηματισμό που εμφάνιζε πλειοψηφία. Το SPD εξακολουθεί να απορρίπτει έναν συνασπισμό με το Αριστερό κόμμα σε εθνικό επίπεδο. Το CDU αποκλείει τη συγκυβέρνηση με το AfD. Αυτό αφήνει τα τέσσερα κεντρώα κόμματα -τους δύο κυβερνητικούς εταίρους συν το μικρότερο κόμμα των Πρασίνων και το φιλελεύθερο FDP- ως μοναδικούς υποψηφίους για να κυβερνήσουν. Το AfD πιθανότατα θα γίνει το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης μετά τις εκλογές του 2017.
Μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων, η πτώση του SPD είναι η πιο δραματική. Το αρχαιότερο πολιτικό κόμμα της Γερμανίας έχει πέσει στο 19,5% στις δημοσκοπήσεις -έναντι 40,9% στις εκλογές του 1998. Η συμμετοχή σε έναν μεγάλο συνασπισμό ως μικρότερος εταίρος επέτρεψε στο SPD να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση της κ. Μέρκελ φαινόταν ρεαλιστική κίνηση. Τώρα το κόμμα πληρώνει βαρύ τίμημα.
Η ηγεσία του έχει προσκολληθεί στην άποψη ότι μπορεί να κερδίσει στις εκλογές μόνο από τον χώρο του κέντρου. Αυτό είχε αποτέλεσμα για προηγούμενους ηγέτες του SPD -για τον Χέλμουτ Κολ τη δεκαετία του 1970 και για τον Γκέρχαρντ Σρέντερ πριν και μετά την αλλαγή της χιλιετίας. Αλλά αυτό δεν ισχύει πλέον, όταν ο κυβερνητικός σου εταίρος ήδη καταλαμβάνει τον κεντρώο χώρο. Η έξυπνη στρατηγική για το κόμμα θα ήταν να ορίσει έναν ηγέτη από τον αριστερό χώρο, κάποιον που είναι έτοιμος να παραιτηθεί από τις υπουργικές λιμουζίνες.
Οι Χριστιανοδημοκράτες, στο μεταξύ, ετοιμάζονται να κυβερνήσουν ξανά, εκτός κι αν σημειωθεί κι άλλη δραματική μείωση στη δημοτικότητα. Αν υπάρξει άλλος ένας κυβερνητικός συνασπισμός μετά τις εκλογές, η κ. Μέρκελ μπορεί κάλλιστα να ξαναηγηθεί. Αυτή θα είναι η τέταρτη θητεία της. Πολλοί θα το χαιρετίσουν αυτό ως ρεαλιστική επιλογή. Αλλά θα είναι, κατά την άποψή μου, η χειρότερη πιθανή έκβαση γιατί θα ανοίξει τον δρόμο για την απόλυτη εξουσία του AfD κάποια στιγμή μέσα στην επόμενη δεκαετία. Στην Αυστρία, το FPÖ μπορεί να βρεθεί σε αυτή τη θέση μέσα στα επόμενα δύο χρόνια κιόλας.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr