O Μαρκ Ρούτε, ο κεντροδεξιός Ολλανδός πρωθυπουργός, χαρακτήρισε τις κοινοβουλευτικές εκλογές της Τετάρτης ως το πρώτο τεστ της ηπειρωτικής Ευρώπης το 2017 στο αντικαθεστωτικό λαϊκισμό που έβγαλε το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ε.Ε. και οδήγησε στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ.
Έχοντας επιτύχει μια εμφατική νίκη, ο κ. Ρούτε έχει κάθε λόγο να ισχυριστεί ότι σε αυτή την γωνιά της Ευρώπης, οι Ολλανδοί κράτησαν πίσω το κύμα του λαϊκισμού.
Η νίκη του θα δώσει ελπίδα στις παραδοσιακές γαλλικές πολιτικές δυνάμεις που ελπίζουν να κερδίσουν την Μαρίν Λεπέν του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου στις προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν το δίμηνο Απριλίου-Μαίου.
Αλλά οι εκλογές στην Ολλανδία και στη Γαλλία διαφέρουν σε πολλά σημεία.
Αν η κα. Λεπέν φτάσει ως τον δεύτερο γύρο στις 7 Μαϊου, θα βρεθεί αντιμέτωπη με έναν εκπρόσωπο του κυρίαρχου πολιτικού ρεύματος. Οι ψηφοφόροι θα είναι αντιμέτωποι με μια απλή επιλογή, όπως ήταν στις ΗΠΑ στη μάχη του κ. Τραμπ κατά της Χίλαρι Κλίντον και στο βρετανικό δημοψήφισμα για την έξοδο από την Ε.Ε.
Στις ολλανδικές εκλογές, οι ψηφοφόροι επέλεξαν από μια μεγάλη λίστα κομμάτων σε ένα εκλογική σύστημα που χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή δόση αναλογικής αντιπροσώπευσης. Αυτό περιόρισε την δυνατότητα των λαϊκιστών να επιτύχουν μια νίκη σοκ.
Το βασικό σημείο είναι πως η επιτυχία του κ. Ρούτε έχει και ένα τίμημα. Οι κοινωνικές και πολιτιστικές εντάσεις που έδωσαν υπόσταση στον λαϊκισμό στην Ολλανδία δεν έχουν φύγει εξαιτίας του θριάμβου του κ. Ρούτε.
Το VVD του κ. Ρούτε και το Χριστιανοδημοκρατικό CDA, ένα ακόμα κεντροδεξιό κόμμα, εξουδετέρωσαν την πρόκληση του ακροδεξιού, ισλαμοφοβικού Χέερτ Βίλντερς, ενσωματώνοντας ένα μέρος της προβληματικής του κ. Βίλντερς στις καμπάνιες τους. Η ταυτότητα, η φυλή και ο πατριωτισμός διευκόλυναν το δρόμο του κ. Ρούτε προς την επιτυχία.
Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της καμπάνιας του πρωθυπουργού ήταν η δημοσίευση ενός ολοσέλιδου γράμματος, που δημοσιεύτηκε σε ολλανδικές εφημερίδες, το οποίο έκανε επίθεση κατά συγκεκριμένων μειονοτικών ομάδων, μουσουλμανικής προέλευσης, επειδή αρνούνται να ενσωματωθούν στην κοινωνία. «Συμπεριφερθείτε ομαλά ή φύγετε» τους προειδοποιούσε.
Με παρόμοιο τρόπο, ο Σίμπραντ Μπούμα, ηγέτης του CDA, που προβλέπεται να έρθει τρίτο στις εκλογές, απαίτησε να γίνει υποχρεωτικός ο εθνικός ύμνος στα σχολεία.
Με τον τρόπο αυτό, ο κ. Βίλντερς ήταν ο χαμένος και ο νικητής των εκλογών. Έχασε γιατί το κόμμα του αναμένεται να κερδίσει μόνο 20 από τις 150 έδρες της Κάτω Βουλής, έναντι 33 του VVD και 19 του CDA.
Αλλά ο κ. Βίλντερς κέρδισε από την άποψη ότι βοήθησε να μετακινηθεί το πολιτικό φάσμα στην Ολλανδία προς τα δεξιά. Το αποτέλεσμα είναι αντίστοιχο με αυτό που επέτυχε το UKIP στη Βρετανία και το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία.
Ο κ. Βίλντερς πραγματοποίησε μια περίεργη καμπάνια. Εξέδωσε ένα μανιφέστο που δεν ξεπερνούσε τη μία σελίδα, με έντεκα θέσεις. Εκτός από τα tweet δεν είχε άλλη επαφή με τους ψηφοφόρους (ακύρωσε δημόσιες εμφανίσεις εξαιτίας των απειλών για την προσωπική του ασφάλεια). Υποβάθμισε στοιχεία του προγράμματος τους, όπως η αποχώρηση της Ολλανδίας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη.
Αλλά αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση το τέλος του κ. Βίλντερς ή της ολλανδικής άκρας δεξιάς. Η κοινωνική βάση των υποστηρικτών του παραμένει ανέπαφη. Όπως επισημαίνει η Κάθριν Ντεβρίς, Ολλανδή καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Essex, ο κ. Βίλντερς και το PVV προσελκύουν ψηφοφόρους που δεν εμπιστεύονται τις πολιτικές ελίτ, απεχθάνονται τους ξένους, επικρίνουν την Ε.Ε. και δεν έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα διαμορφώσουν ένα μέρος του πολιτικού σκηνικού στην Ολλανδία τα επόμενα χρόνια. Το ίδιο και το πρόβλημα των μουσουλμάνων μεταναστών που δεν έχουν επαρκώς ενσωματωθεί στην ολλανδική κοινωνία εξαιτίας της φτωχής εκπαίδευσης, των υψηλότερων επιπέδων ανεργίας και της πολιτισμικής διαφοράς.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr