Τις τελευταίες εβδομάδες κάτι που γνωρίζαμε πάντοτε ότι είναι αλήθεια, αλλά προτιμούσαμε να το παραβλέπουμε χάριν ευκολίας, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να το αγνοήσουμε.
Το γεγονός είναι πως οι ψηφιακές υπηρεσίες δεν είναι ελεύθερες, δεν ήταν ποτέ και ότι οποιαδήποτε οντότητα από τη Σίλικον Βάλεϊ υποστήριζε ότι θα μπορούσαν να είναι έτσι, το έκανε μόνο γιατί βόλευε την ατζέντα της ή αυτήν κάποιου άλλου.
Σκεφτείτε όλες τις ελεύθερες ψηφιακές υπηρεσίες που χρησιμοποιείται κάθε ημέρα χωρίς να δίνεται ούτε ένα ευρώ: το email, τις ταξιδιωτικές εφαρμογές, τα κοινωνικά δίκτυα, το YouTube, τις υπηρεσίες αναζήτησης, τη Wikipedia. Αν έπρεπε να πληρώσετε για όλες αυτές, πόσες θα χρησιμοποιούσατε;
Η αποκάλυψη αυτή δεν ήρθε μετά από μια κατάρρευση στις τιμές των μετοχών των εταιρειών που προσφέρουν ελεύθερες διαδικτυακές υπηρεσίες. Ούτε επειδή μια πληθώρα των εταιρειών που προσφέρουν εφαρμογές έχουν στερεύσει από επιλογές για τη χρηματοδότηση των ζημιογόνων δραστηριοτήτων τους.
Μας εμφανίστηκε ξαφνικά επειδή το σκάνδαλο με τις «ψευδείς ειδήσεις» μας οδήγησε να αμφισβητήσουμε κατά πόσον οι ειδήσεις και οι πληροφορίες που καταναλώνουμε δωρεάν στο διαδίκτυο εξυπηρετούν τα συμφέροντα μας.
Ωστόσο, η κατακραυγή που ακολούθησε αυτήν την αποκάλυψη – με εκκλήσεις προς τη Google και το Facebοοk για έλεγχο και λογοκρισία των ειδήσεων – αποτελεί μια λανθασμένη διάγνωση της κατάστασης. Η σωστή διάγνωση είναι αυτή: τα τελευταία χρόνια αποδεχθήκαμε ως φυσιολογική την ανάπτυξη μιας ψηφιακής οικονομίας που χρηματοδοτείται είτε απευθυνόμενη στο είδος των επενδυτών που θα αντέξουν μια μακροπρόθεσμη χασούρα αν η τελική ανταμοιβή είναι ένας μονοπωλιακός έλεγχος ή δημιουργώντας επιχειρηματικά μοντέλα που αποφέρουν κέρδη από ηθικά διφορούμενες καταστάσεις.
Ενώ οι παραδοσιακοί ενημερωτικοί οργανισμοί φοβόντουσαν να εφαρμόσουν μοντέλα χρηματοδότησης μέσω διαφημίσεων εξαιτίας της πίστης τους στην υπευθυνότητα, την ισορροπία και το περιεχόμενο, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης – απελευθερωμένες από οποιοδήποτε κώδικα συμπεριφοράς – άδραξαν αμέσως την ευκαιρία. Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην δημοσιογραφική σύνταξη, τη διαφήμιση και την πολιτική προπαγάνδα εξαφανίστηκαν, στη μάχη για την αναγνωσιμότητα.
Το αναπτυσσόμενο κυβερνο-βιομηχανικό σύμπλεγμα ομαλοποίησε ακόμα περισσότερο αυτήν την κατάσταση, με μοντέλα διεπιδότησης που εκμεταλλεύονται τους πλουσιότερους πελάτες προς όφελος αυτών που δεν πληρώνουν, γνωστά κάποτε και ως «οικοσυστήματα». Ένα οικοσύστημα, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, είναι μια κατάσταση αμοιβαίας αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε οργανισμούς, όπου συχνά ο ένας οργανισμός πρέπει να υποκύψει στον άλλο για να επιτευχθεί ισορροπία.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι καινούργιο. Την τελευταία φορά που μια χώρα συγκρότησε ένα πολύπλοκο δίκτυο αλληλεξαρτήσεων, λεγόταν Γκόσπλαν. Όπως και η σημερινή διαδικτυακή οικονομία, αυτό το σοβιετικό σύστημα βασιζόταν στην ιδέα ότι μια τεχνοκρατική και επιστημονική διαδικασία κεντρικού σχεδιασμού θα μπορούσε με δίκαιο τρόπο να τιμωρήσει κάποιους προς όφελος κάποιων άλλων.
Και, σαν την σημερινή διαδικτυακή οικονομία, κατέστησε φυσιολογική την ιδέα ότι η επιστημονική πρόοδος θα μπορούσε να καλλιεργήσει μια πληθώρα ελεύθερων πόρων χωρίς συνδεδεμένο κόστος ή απώλεια ελευθεριών.
Η πλάνη αυτή έληξε απότομα το 1985. Μια έξαρση οικονομικών κρίσεων, ελλείψεων καταναλωτικών αγαθών και τοπικών αποσταθεροποιήσεων, συμπεριλαμβανομένης της επανεμφάνισης των εθνικιστικών αισθημάτων, αποκάλυψαν ότι η κεντρική, διεπιδοτούμενη οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν χρεοκοπημένη και έπρεπε να μεταρρυθμιστεί.
Αυτό που ακολούθησε ήταν η εποχή της περεστρόικα και της γκλάσνοστ, που σημαίνουν «αναδιάρθρωση» και «άνοιγμα» αντίστοιχα. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά για να σωθεί το σοβιετικό σύστημα. Οι εσωτερικές του ανισορροπίες είχαν γίνει πολύ μεγάλες. Το 1991, η Ε.Σ.Σ.Δ κατέρρευσε υπό το βάρος της οικονομικής της αποτυχίας.
Αλλά, στον απόηχο της κατάρρευσης αυτής, συνέβη κάτι άλλο. Η απόσυρση των επιδοτήσεων από αυτούς που είχαν γίνει απόλυτα εξαρτημένοι από το σύστημα που δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα έξω από αυτό, οδήγησε σε σύγκρουση.
Πολλοί επιθυμούσαν την επιστροφή του παλιού συστήματος, ακόμα και αν έπρεπε να υποστούν τον ολοκληρωτισμό του. Η πολιτική ελευθερία, όπως αποδείχθηκε, είχε σε κάποιες περιπτώσεις πολύ μεγάλο κόστος.
Φανταστείτε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν η ψηφιακή οικονομία βίωνε μια παρόμοια προσαρμογή.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr