Η παγκοσμιοποίηση αποτυγχάνει στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, όπου μια διαδικασία που κάποτε χαιρετιζόταν για τα παγκόσμια οφέλη της τώρα αντιμετωπίζει πολιτικές αντιδράσεις. Γιατί; Η κατεστημένη άποψη, τουλάχιστον στην Ευρώπη, είναι ότι τα κράτη αμέλησαν να σφυρηλατήσουν τις απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις για να μας καταστήσουν ανταγωνιστικότερους παγκοσμίως αναφέρουν οι Financial Times.
Θα ήθελα να προσφέρω μια εναλλακτική άποψη. Η αποτυχία της παγκοσμιοποίησης στη Δύση στην πραγματικότητα οφείλεται στην αποτυχία των δημοκρατιών να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές αναταράξεις που αναπόφευκτα επιφέρει η παγκοσμιοποίηση -όπως είναι η στασιμότητα του πραγματικού μέσου εισοδήματος για δύο δεκαετίες. Μία ακόμη ανατάραξη έχει σταθεί η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση -μια συνέπεια της παγκοσμιοποίησης- και ο μόνιμος αντίκτυπός της στη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη.
Σε μεγάλες περιοχές της Ευρώπης, ο συνδυασμός της παγκοσμιοποίησης και της τεχνικής προόδου κατέστρεψε την παλιά εργατική τάξη και τώρα απειλεί τις εξειδικευμένες θέσεις εργασίας των χαμηλών στρωμάτων της μεσαίας τάξης. Επομένως, η εξέγερση των ψηφοφόρων δεν είναι ούτε σοκαριστική, ούτε παράλογη. Γιατί οι Γάλλοι ψηφοφόροι να χαίρονται για μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, αν αυτές μπορεί να οδηγήσουν στην απώλεια της δουλειάς τους και μάλιστα χωρίς ελπίδα για να βρουν νέα;
Κάποιες μεταρρυθμίσεις έχουν λειτουργήσει, αλλά αναρωτηθείτε γιατί. Οι γερμανικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας το 2003, οι οποίες έχουν επαινεθεί, ήταν βραχυπρόθεσμα επιτυχημένες διότι αύξησαν την ανταγωνιστικότητα κόστους της χώρας μέσω χαμηλότερων μισθών συγκριτικά με άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν σε μια κατάσταση σχεδόν πλήρους απασχόλησης, μόνο διότι καμία άλλη χώρα δεν έκανε το ίδιο. Αν είχαν ακολουθήσει κι άλλοι, δεν θα υπήρχε καθαρό όφελος.
Οι μεταρρυθμίσεις είχαν ένα μεγάλο μειονέκτημα. Μείωσαν τις σχετικές τιμές στη Γερμανία και πίεσαν προς τα πάνω τις καθαρές εξαγωγές, παράγοντας με τη σειρά τους μαζικές εκροές αποταμιεύσεων, η βαθιά αιτία των ανισορροπιών που οδήγησαν στην κρίση της ευρωζώνης. Μεταρρυθμίσεις σαν αυτές, μετά βίας μπορούν να σταθούν ως η συνταγή για το πώς τα ανεπτυγμένα κράτη θα πρέπει να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης.
Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε βάσιμη απόδειξη πως οι χώρες που έχουν προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις ή είναι πιο ικανές να αντιμετωπίσουν μια λαϊκίστικη εξέγερση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία έχουν πιο φιλελεύθερες δομές αγοράς σε σχέση με το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης. Και όμως, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι έτοιμο να αποχωρήσει από την ΕΕ. Στις ΗΠΑ οι Ρεπουμπλικάνοι ίσως δώσουν την υποψηφιότητα για την προεδρεία σε έναν ακραίο λαϊκιστή.
Η Φινλανδία έρχεται πρώτη σε όλες τις κατατάξεις για την ανταγωνιστικότητα, αλλά η οικονομία αποτελεί μια τρελή περίπτωση μη ανάκαμψης -και έχει ισχυρό λαϊκίστικο κόμμα. Ο οικονομικός αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων είναι συνήθως πιο διακριτικός απ’ ότι παραδέχονται οι υποστηρικτές του. Και δεν υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ των μεταρρυθμίσεων και της υποστήριξης για τα κατεστημένα πολιτικά κόμματα.
Η διάγνωσή μου είναι πως η παγκοσμιοποίηση έχει φέρει σε σύγχυση τις δυτικές κοινωνίες, πολιτικά και τεχνικά. Δεν υπάρχει τρόπος να κρυφτούμε από αυτό, και ούτε θα έπρεπε. Αλλά οφείλουμε να διαχειριστούμε την αλλαγή. Δηλαδή να δεχθούμε ότι η καλύτερη στιγμή για την επόμενη εμπορική συμφωνία ή για τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς, ίσως να μην είναι τώρα.
Το Σαββατοκύριακο σημειώθηκαν μεγάλες διαμαρτυρίες στη Γερμανία κατά της Διατλαντικής Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership – TTIP), μιας συμφωνίας μεταξύ Αμερικής και ΕΕ. Μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες πλευρές της είναι ότι θα μειώσει την νομική κυριαρχία των συμμετεχόντων.
Κατά τα τελευταία δύο χρόνια, έχει σημειωθεί μια δραματική μεταστροφή της κοινής γνώμης στη Γερμανία σχετικά με τα οφέλη του ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου γενικά, και της TTIP ειδικότερα. Το 2014, σχεδόν το 90% των Γερμανών ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, σύμφωνα με δημοσκόπηση της YouGov. Αυτό έχει πέσει στο 56%. Ο αριθμός των ανθρώπων που απορρίπτουν ανοικτά την TTIP αυξήθηκε από 25% σε 33% κατά την ίδια περίοδο. Αυτά τα νούμερα δεν υπονοούν ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να στραφεί στον προστατευτισμό. Αλλά η γρήγορη αλλαγή σε αυτά τα νούμερα θα έπρεπε να λειτουργήσει ως προειδοποίηση προς τους πολιτικούς ώστε να βαδίσουν προσεκτικά.
Δεν καταλαβαίνω γιατί ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας και υπουργός Οικονομίας, είναι τόσο ένθερμος υποστηρικτής της TTIP. Αν θέλει στα σοβαρά να σταματήσει τη διάβρωση της στήριξης που απολαμβάνει το κόμμα του, θα πρέπει να είναι πιο ανοικτόμυαλος σχετικά με το πολιτικό κόστος αυτής της συμφωνίας. Μετά βίας αποτελεί έκπληξη το ότι ένας μεγάλος αριθμός υποστηρικτών του αντιμεταναστευτικού AfD είναι πρώην ψηφοφόροι του SPD.
Ένα «όχι» στην TTIP, τουλάχιστον θα αφαιρούσε έναν παράγοντα που στηρίζει την άνοδο των αντιευρωπαϊκών συμπεριφορών ή εκείνων κατά της παγκοσμιοποίησης. Οι πολιτικές συνέπειες της υιοθέτησης της συμφωνίας υπερέχουν των οριακών οικονομικών οφελών της.
Αυτό που θα έπρεπε να αναγνωρίσουν οι υποστηρικτές της φιλελευθεροποίησης των παγκόσμιων αγορών είναι ότι τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχουν παράγει χαμένους. Και οι δύο υποτίθεται πως θα δημιουργούσαν μια κατάσταση στην οποία κανείς δε θα ήταν χειρότερα, ενώ κάποιοι μπορεί να ήταν και καλύτερα από πριν.
Αυτό δε συνέβη. Πλησιάζουμε στο σημείο όπου η παγκοσμιοποίηση και η συμμετοχή στην ευρωζώνη ειδικότερα, καταστρέφουν όχι μόνο συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες αλλά ολόκληρα κράτη. Αν οι φορείς χάραξης πολιτικής δεν αντιδράσουν σε αυτό, σίγουρα θα το κάνουν οι ψηφοφόροι.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr