Το περασμένο Σαββατοκύριακο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ετήσια γενική συνέλευση για την παγκόσμια οικονομία.
Στην ετήσια σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και τηςΠαγκόσμιας Τράπεζας, οι επικεφαλής των δύο οργανισμών έλαβαν θέση για τις πρόσφατες εξελίξεις, τις προοπτικές και τις επιπτώσεις τους για τις εφαρμοζόμενες πολιτικές.
Τα συμβούλια τους, που αποτελούνται από 190 κράτη μέλη, παρουσίασαν την δική τους εκτίμηση μέσω της Διεθνής Νομισματικής και Χρηματοπιστωτικής Επιτροπής (IMFC) και της Επιτροπής Ανάπτυξης (Development Committee). Επιπλέον παρατηρήσεις έγιναν σε πιο κλειστές ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της G7.
Οι εκτιμήσεις αυτές μοιράστηκαν με μέλη της παγκόσμιας οικονομίας, μέσω εκπροσώπησης από εκλεγμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους, μη κυβερνητικές οργανώσεις, εταιρείες και επενδυτές.
Όπως και στις περισσότερες γενικές συνελεύσεις, οι ανοιχτές επαφές μετατρέπονταν εύκολα σε μονομερείς συζητήσεις και δεν υπήρχε πλήρης καταλογισμός ευθυνών. Αλλά τα σημάδια ήταν ξεκάθαρα.
Το παγκόσμιο σύστημα δοκιμάζεται και οι επιπτώσεις θα είναι πολύ πιο σοβαρές από ένα έλλειμμα στην χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, η οποία έχει πλήξει την πραγματική οικονομία περισσότερο από τους επενδυτές του χρηματοοικονομικού τομέα. Απειλούν επίσης το παράδειγμα της οικονομικής και χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης και αυτό είναι κάτι το τόσο θεμελιώδες που αν συνεχιστεί οι επενδυτές θα δυσκολευτούν να το αγνοήσουν.
Η διοίκηση σημείωσε πως πέρα από ορισμένες ελπιδοφόρες περιπτώσεις (ιδίως στις αναδυόμενες οικονομίες), η ισορροπία των ρίσκων βρίσκεται σε αρνητική τροχιά για την παγκόσμια οικονομία, που συνεχίζει να αποδίδει χαμηλότερα του αναμενομένου.
Η αιτία είναι ένα εξαιρετικά ασταθές μείγμα μακροοικονομικής πολιτικής που – ακούσια – προωθεί ανεπαρκή ανάπτυξη, ενθαρρύνει τη συσσώρευση χρέους και επιδεινώνει την ανισότητα. Οι τεχνολογικές καινοτομίες δημιουργούν πολλά θετικά, αλλά επίσης προκαλούν διαταραχές και δυσαρέσκεια. Μαζί με τη δυσαρέσκεια αυξάνεται και η επιρροή των αντι-συστημικών κινημάτων, διογκώνοντας την «ασυνήθιστη αβεβαιότητα» που υπονομεύει πολλές πλευρές των διασυνοριακών οικονομικών και χρηματοοικονομικών σχέσεων.
Η γενική συνέλευση έδειξε επίσης ότι υπάρχει μεγαλύτερη σύγκλιση απόψεων για το τι χρειάζεται ώστε να αντιμετωπιστεί η παρατεταμένη αδυναμία, συμπεριλαμβανομένου και του προβλήματος που επισήμανε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, λέγοντας ότι οι «κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να είναι η μοναδική απάντηση».
Αλλά πολύ λίγοι ήταν αισιόδοξοι ότι θα υπάρξει σύντομα κάποιο σημείο καμπής στις εφαρμοζόμενες επιλογές. Το πολιτικό ρεύμα ενάντια σε αυτό είναι πολύ ισχυρό. Αντίθετα, η ρητορική κατά του εμπορίου και της μετανάστευσης προβλέπεται να ενισχυθεί, η ανάπτυξη να παραμείνει ασθενική και η φήμη του χρηματοοικονομικού συστήματος να συνεχίσει να δέχεται πιέσεις.
Εν τω μεταξύ, η αποτελεσματικότητα των κεντρικών τραπεζών αμφισβητείται όλο και περισσότερο σε μια στιγμή που οι πολιτικές εξελίξεις απειλούν την αυτονομία τους. Οι αμφισβητήσεις αυτές δεν περιορίζονται στις επιθέσεις θυμωμένων υποψηφίων που διεκδικούν την εκλογή τους.
Την περασμένη εβδομάδα η Τράπεζα της Αγγλίας βρέθηκε στο στόχαστρο της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, στην ομιλία της στο ετήσιο συνέδριο των Συντηρητικών. Αυτό είναι ειρωνικό. Αν η Τράπεζα δεν είχε απαντήσει με τόσο αποτελεσματικό τρόπο και γρήγορο τρόπο στον απόηχο του δημοψηφίσματος για το Brexit, η πρωθυπουργός θα είχε κληρονομήσει μια πολύ πιο περίπλοκη κατάσταση και θα είχε λιγότερο χρόνο να διαμορφώσει μια σωστή πολιτική απάντηση.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η γενική συνέλευση ενισχύει τρεις ανησυχίες για την παγκόσμια οικονομία. Πρώτον, οι προοπτικές της γίνονται όλο και πιο εύθραυστες όσον αφορά την ανάπτυξη, την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το υπερβολικό χρέος και την χωρίς αποκλεισμούς ευημερία. Δεύτερον, οι περίεργες δυναμικές στο πολιτικό σκηνικό προσθέτουν λάδι στη φωτιά, κρατώντας πίσω τις απαραίτητες προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Τρίτον, η δυνητική ζημιά φτάνει πέρα από τις χαμένες ευκαιρίες και υπονομεύει τις δυνατότητες για το μέλλον, συμπεριλαμβανομένων των ανοικτών εμπορικών συστημάτων και των πολιτικά αυτόνομων κεντρικών τραπεζών.
Αυτό το επικίνδυνο κοκτέιλ μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη μεταβλητότητα. Ωστόσο τα ασφάλιστρα κινδύνου στις αγορές παραμένουν σε εντυπωσιακά χαμηλά επίπεδα και μένουν ανεπηρέαστα από τις δυσκολίες στην οικονομία, κυρίως λόγω της βραχυπρόθεσμης προοπτικής των επενδυτών, των ανισόρροπων κινήτρων και του ηθικού κινδύνου.
Σαν βατράχια που κολυμπάνε σε μια λίμνη που ζεσταίνεται σιγά σιγά σε σημείο βρασμού, οι επενδυτέςπαραμένουν ψύχραιμοι για την ώρα, αντιμετωπίζοντας με εφησυχασμό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον εξαιτίας της στρεβλής οπτικής που έχουν υιοθετήσει. Τα τυφλά σημεία και οι ασυνείδητες μεροληψίες έχουν ενισχυθεί από τις επιτυχημένες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών που περιορίζουν την χρηματοπιστωτική μεταβλητότητα. Αλλά αν – ή μάλλον όταν – το νερό αρχίζει να βράζει, πολλοί επενδυτές θα δυσκολευτούν να βγουν από την λίμνη. Η περιορισμένη ρευστότητα και οι φουσκωμένες τιμές θα αυξήσουν το κόστος και την πολυπλοκότητα των αναγκαίων προσαρμογών στα χαρτοφυλάκια.
Οι επενδυτές που αγνοούν τα μηνύματα της γενικής συνέλευσης του περασμένου Σαββατοκύριακου το κάνουν σε βάρος τους.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr