Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαλάρωσε την νομισματική πολιτική την περασμένη εβδομάδα, αλλά όχι όσο θα έπρεπε για να ικανοποιήσει τις αγορές. Η Fed αντίθετα, αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια την ερχόμενη εβδομάδα.
Η απόκλιση αυτή ανάμεσα στις δύο πιο σημαντικές τράπεζες είναι πιθανό να αποδειχθεί καθοριστική. Είναι δικαιολογημένη με βάση την εντολή του κάθε ιδρύματος; Και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η απόκλιση αυτή για τον υπόλοιπο κόσμο;
Με μια πρώτη ματιά, η απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι άμεση: «ναι». Η Fed και η ΕΚΤ πρέπει να ακολουθήσουν διαφορετικές πολιτικές γιατί οι οικονομίες τους είναι σε πολύ διαφορετικά σημεία.
Όπως επισήμανε την περασμένη εβδομάδα η επικεφαλής της Fed, Τζάνετ Γέλεν, η οικονομία των ΗΠΑ έχει απολαύσει μετά την κρίση του 2008 μια σταθερή ανάκαμψη.
Το ποσοστό της ανεργίας έχει υποχωρήσει από το υψηλό του 10% στο 5%. Το ετήσιο ποσοστό του δομικού πληθωρισμού – εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων – είναι επίσης κοντά (αν και πιο κάτω) στον στόχο του 2%. Φαίνεται εύλογο, δεδομένων όλων αυτών, να υποστηρίξει κανείς ότι η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύσσεται πάνω από τον αναμενόμενο ρυθμό και είναι κοντά στην πλήρη απασχόληση, ώστε να αρχίσει η σύσφιξη.
Η ευρωζώνη είναι σε μια πολύ διαφορετικά φάση, όπως σημείωσε ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, στην ομιλία που έδωσε στην Νέα Υόρκη την περασμένη εβδομάδα. Η ευρωζώνη δεν έχει απολαύσει μια τόσο ισχυρή ανάκαμψη από την κρίση και την επακόλουθη ύφεση. Αντίθετα, στο δεύτερο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, η πραγματική εγχώρια ζήτηση ήταν ακόμα 3,5% χαμηλότερα από τα προ-κρίσης επίπεδα.
Από το υψηλό του 12,1% στις αρχές του 2013, το ποσοστό της ανεργίας έχει διολισθήσει μόλις στο 10,8%. Όπως τόνισε ο κ. Ντράγκι, η ΕΚΤ δεν έχει καταφέρει να πετύχει την εντολή της για την σταθερότητα των τιμών, όπως την ορίζει: ένα ποσοστό του δείκτη τιμών καταναλωτή «χαμηλότερα, αλλά κοντά, στο 2%».
Τον Οκτώβριο, ο ετήσιος δομικός πληθωρισμός ήταν μόλις 1,1% και ο πληθωρισμός μόλις 0,1%. Σε ετήσια βάση ο δομικός πληθωρισμός στην ευρωζώνη βρίσκεται κάτω από το 2% από τον Μάρτιο του 2013.
Για να εκπληρώσουν τους στόχους τους οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να ακολουθήσουν διαφορετική πορεία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως αυτό που πρόκειται να κάνουν είναι σωστό. Αυτό οφείλεται εν μέρει γιατί οι στόχοι τους είναι διαφορετικοί και στο ότι είναι και οι δύο πολύ συντηρητικές.
Ας ασχοληθούμε πρώτα με την Fed. Τέσσερις είναι οι λόγοι για τους οποίους παραμένει ισχυρή η υπόθεση κατά μιας αύξησης επιτοκίων. Πρώτον, δεν υπάρχει ένδειξη σημαντικών πληθωριστικών πιέσεων. Επιπλέον, η ισχύς του δολαρίου θα κρατήσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
Δεύτερον, αν η Fed ακολουθούσε μια συμμετρική πολιτική, ο πληθωρισμός θα έπρεπε να είναι πάνω από το 2% όσο καιρό ήταν από κάτω. Στην πραγματικότητα, ο δομικός πληθωρισμός είναι κάτω από το 2% το μεγαλύτερο διάστημα από το τέλος του 2008.
Τρίτον, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η σύσφιξη να έχει μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία από ότι αναμένεται, ειδικά αν αντιμετωπιστεί ως η πρώτη από πολλές αυξήσεις (όσο σταδιακές και αν είναι). Δεδομένων όλων αυτών, υπάρχει σημαντικό ρίσκο το επιτόκιο να ξανακατέβει στο μηδέν στην επόμενη ύφεση.
Τελευταίο και πιο σημαντικό, ενώ η ανεργία είναι χαμηλή, το ίδιο είναι και το ποσοστό συμμετοχής. Υπάρχει σημαντική πιθανότητα, αν η οικονομία παραμείνει «καυτή», να μπουν και άλλοι εργαζόμενοι στο εργατικό δυναμικό.
Είναι επίσης πιθανό αυτό να επιταχύνει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της παραγωγικότητας, διατηρώντας υπό έλεγχο τον πληθωρισμό. Οπότε τα ρίσκα της σύσφιξης είναι μεγαλύτερα από αυτά της επίδειξης υπομονής.
Ορισμένοι θα υποστηρίξουν ότι η καθυστέρηση διακινδυνεύει περαιτέρω αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η άποψη αυτή είναι προβληματική. Αν η νομισματική πολιτική που σταθεροποιεί την προσφορά και την ζήτηση στην πραγματική οικονομία αποσταθεροποιεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το πρόβλημα βρίσκεται στο τελευταίο. Πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και αποφασιστικά.
Η ΕΚΤ εν τω μεταξύ, απογοήτευσε τις αγορές. Αυτό δεν είναι από μόνο του σημαντικό. Η δουλειά της δεν είναι να ικανοποιεί τις αγορές αλλά να σταθεροποιήσει την οικονομία της ευρωζώνης. Αλλά και πάλι, μείωσε το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων μόνο κατά 10 μονάδες βάσης, επέκτεινε την ποσοτική χαλάρωση κατά έξι μήνες ως τον Μάρτιο του 2017 και διατήρησε σταθερό τον ρυθμό αγορών στα 60 δισ. ευρώ τον μήνα. Τα μέτρα αυτά απλά δεν αποτελούν αποφασιστική δράση.
Στην ομιλία του στην Νέα Υόρκη, ο κ. Ντράγκι φάνηκε να το αναγνωρίζει αυτό. Εκανε τρεις σημαντικές παρατηρήσεις.
Τα σημερινά μέτρα δεν αποδίδουν, η χαλάρωση της περασμένης εβδομάδας δεν ήταν μεγάλη και «δεν μπορεί να υπάρξει όριο στο πόσο μακριά είμαστε διατεθειμένοι να πάμε για να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία μας, εντός των ορίων της εντολής μας και για να την επιτύχουμε». Τα σημεία είναι εύλογα.
Ακόμα και έτσι η ΕΚΤ θα έπρεπε να είχε ανακοινώσει ότι θα συνεχίσει με το QE μέχρι να πιάσει τον στόχο της για τον πληθωρισμό. Η αχρείαστη αδυναμία της οικονομίας της ευρωζώνης έχει κρατήσει για πολύ καιρό.
Όποια και αν είναι τα μειονεκτήματα των αποφάσεων των δύο κεντρικών τραπεζών, η μεγάλη εικόνα παραμένει καθαρή.
Οι ΗΠΑ είναι χρόνια μπροστά από την ευρωζώνη όσον αφορά την ανάκαμψη της οικονομίας και ως εκ τούτου σε διαφορετικό στάδιο του κύκλου της νομισματικής πολιτικής. Είναι πιθανό ότι η απόκλιση θα γίνει μεγαλύτερη τα επόμενα χρόνια.
Η Fed θα αποκλίνει σημαντικά και από την Τράπεζα της Ιαπωνίας, η οποία θα συνεχίσει την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική και από την Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας, που έχει ξεκινήσει την χαλάρωση.
Για να επιστρέψουμε στο ερώτημα των πιθανών επιπτώσεων από την απόκλιση αυτή, είναι πιθανό να ενισχύσει ακόμα περισσότερο το δολάριο κάτι που θα επιδεινώσει την θέση όσων έχουν δανειστεί σε αμερικάνικο νόμισμα.
Αλλά και πάλι είναι πολύ ριψοκίνδυνο να προεκτείνει κανείς την απόκλιση. Η Fed μπορεί να διαπιστώσει ότι η οικονομία των ΗΠΑ δεν είναι όσο ισχυρή πιστεύει, δεδομένης και της ανατίμησης του δολαρίου. Αν συμβεί αυτό, η σύσφιξη θα είναι μικρή και σύντομη.
Αν και υπάρχουν αρκετοί λόγοι υπέρ της απόκλισης, η εμπειρία μας υπενθυμίζει τους κινδύνους της υπερβολικής αυτοπεποίθησης. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας είχε σχεδόν μηδενικά επιτόκια για δύο δεκαετίες. Αύξησε τα επιτόκια το 2000, το 2006 και το 2007. Η Fed πρέπει να έχει υπόψη της το προηγούμενο αυτό.
Πηγή: FT, Euro2day.gr