Έχουν περάσει δέκα χρόνια από την ημέρα που ο Chuck Prince, τότε διευθύνων σύμβουλος της Citigroup, δήλωσε στους Financial Times: «Όταν τελειώσει το γλέντι, σε όρους ρευστότητας, τα πράγματα θα γίνουν περίπλοκα. Αλλά όσο παίζει η μουσική, πρέπει να σηκωθείς και να χορέψεις. Εμείς ακόμα χορεύουμε».
Αυτά τα προφητικά λόγια είναι σοκαριστικό να τα ακούμε, ιδιαίτερα όταν κοιτάμε την σημερινή αγορά μετοχών, όπου οι επενδυτές χορεύουν ξέφρενα παρότι η Fed, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Αγγλίας υιοθετούν μια όλο και πιο επιθετική ρητορική για σύσφιξη της πολιτικής. Παρ’ όλο που οι αγορές ομολόγων έχουν κλυδωνιστεί, το πάρτι στις μετοχές συνεχίζεται όλο και πιο συναρπαστικό. Και είναι τρομερό πάρτι.
Σύμφωνα με τον Harry Colvin του Longview Economics, η bull market στις αμερικανικές μετοχές είναι αυτή τη στιγμή η δεύτερη πιο παρατεταμένη από το 1896 και μετά. Είναι επίσης η τρίτη μεγαλύτερη, φέρνοντας συνολική συσσωρευμένη απόδοση 328% μέχρι τις αρχές Ιουλίου. Όπως συμβαίνει και με σχεδόν όλες τις υπόλοιπες αγορές σε αυτόν τον κόσμο της υπερδραστήριας κεντρικής τραπεζικής, δείχνει πολύ ακριβή.
Η κυκλικά προσαρμοσμένη αναλογία τιμής/κερδών βρίσκεται σε ένα επίπεδο που έχουμε ξαναδεί μόνο πριν το κραχ της Wall Street το 1929 και κατά τη φούσκα των dotcom στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Με την Fed πιθανώς να αυξάνει τα επιτόκια κι άλλο φέτος και να συζητά ενεργά το πώς θα συρρικνώσει τον ισολογισμό της, οι πιο νευρικοί χορευτές μπορεί να μπουν στον πειρασμό να βγουν από την αγορά.
Ωστόσο δεν είναι ποτέ συνετό να «χρονομετρήσει» κανείς την αγορά βάσει των θεμελιωδών. Ο Άλαν Γκρίνσπαν, από την πλεονεκτική του θέση στη Fed, αναλογιζόταν το 1996 επάνω στον παράλογο ενθουσιασμό στις μετοχές. Στην πραγματικότητα πήρε μέχρι το 2000 για να σκάσει η φούσκα στον τομέα της τεχνολογίας. Στο ενδιάμεσο, οι διαχειριστές αξίας έζησαν έναν εφιάλτη και έβλεπαν τους πελάτες τους να τους εγκαταλείπουν.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστέψει κανείς ότι οι μετοχές μπορεί να γίνουν ακόμη πιο ακριβές. Παρά τη σκληρή ρητορική των κεντρικών τραπεζιτών, το χρήμα παραμένει φθηνό ή «διευκολυντικό» στην αργκό. Το πολιτικό περιβάλλον έχει γίνει λιγότερο απειλητικό στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, με την κυβέρνηση Τραμπ να αντιμετωπίζει ένα άκακο αδιέξοδο στο Κάπιτολ Χιλ και τον Εμανουέλ Μακρόν να φέρνει κάποια σταθερότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο λαϊκισμός υποχωρεί. Πρόσφατα οικονομικά στοιχεία, όπως τα ισχυρά νούμερα της περασμένης εβδομάδας για τις θέσεις εργασίας, υπονοούν ότι η αμερικανική οικονομία ακόμη αναπτύσσεται με έναν στέρεο, για να μην πω βαρετό ρυθμό, ενώ ο εταιρικός τομέας βρίσκεται σε ικανοποιητικά υγιή κατάσταση.
Όταν η bull market είναι τόσο «γερασμένη» όσο αυτή εδώ, παραμένει ένα ερώτημα για το αν η μεγαλύτερη σύσφιξη στην πολιτική θα αποκαλύψει υποβόσκουσες οικονομικές αδυναμίες ή χρηματοπιστωτικές ρωγμές που θα μπορούσαν τελικά να χαλάσουν το πάρτι.
Η πιο φανερή απειλή αφορά στη συσσώρευση χρέους από τη χρηματοπιστωτική κρίση και μετά. Η επιδίωξη των κεντρικών τραπεζών για ασύμμετρη νομισματική πολιτική, την οποία έχουν χαλαρώσει όταν έχουν έρθει αντιμέτωπες με κατάρρευση των αγορών, αλλά έχουν επιλέξει να μην στηριχθούν στην άνθηση, έχει οδηγήσει σε μια πτωτική τάση των επιτοκίων και ανοδική τάση του χρέους.
Από τη χρηματοπιστωτική κρίση, το χρέος του δημόσιου τομέα στον ανεπτυγμένο κόσμο έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Και, τέλος, το παγκόσμιο χρέος έχει οδηγηθεί ανοδικά από τα νοικοκυριά και τον μη χρηματοοικονομικό εταιρικό τομέα.
Σύμφωνα με το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Ινστιτούτο, άγγιξε το ποσό-ρεκόρ των 217 τρισ. δολαρίων το πρώτο τρίμηνο αυτής της χρονιάς, το οποίο ισούται με το 327% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Βάσει ιστορικών προτύπων, πρόκειται για κολοσσιαίο νούμερο. Οτιδήποτε μπορεί να πλησιάζει έστω και ελάχιστα σε μια ομαλοποίηση της πολιτικής των επιτοκίων, θα μπορούσε να προκαλέσει άνοδο στις αποδόσεις της αγοράς ομολόγων, πράγμα που με τη σειρά του θα πυροδοτούσε χρηματοπιστωτική ευπάθεια, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη όπου οι ισολογισμοί των τραπεζών είναι φορτωμένοι με κυβερνητικό χρέος και ακόμη υποκεφαλαιοποιημένοι.
Στο μεταξύ, η παγκόσμια ανάπτυξη είναι ανομοιόμορφη, με ζοφερές επιδόσεις στην παραγωγικότητα και χαμηλές επενδύσεις. Κι έπειτα υπάρχουν και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι.
Η αισθητή απουσία μεταβλητότητας στις αγορές το πρώτο εξάμηνο του χρόνου, δείχνει ότι οι επενδυτές εναποθέτουν τεράστια πίστη στην ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να συσφίξουν την πολιτική, χωρίς να επισπεύσουν μια ύφεση. Το αν αυτή η εικόνα είναι δικαιολογημένη είναι αντικείμενο συζήτησης.
Η φετινή χρονιά σηματοδοτεί άλλη μια δεκαετή επέτειο -αυτή από τη διαβεβαίωση του Mπεν Μπερνάνκε, ενόσω ήταν πρόεδρος της Fed, ότι το πρόβλημα με τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου (subprime mortgage) θα είχε μόνο μικρό αντίκτυπο στον τομέα των κατοικιών και στην οικονομία.
Από εκείνο το ορόσημο και μετά, οι κεντρικοί τραπεζίτες «διαβάζουν» συνέχεια ανεπιτυχώς τις οικονομίεςτους.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ είπε ότι η εμπειρία και η ιστορία μας διδάσκουν πως λαοί και κυβερνήσεις δεν έχουν μάθει τίποτα ποτέ από την ιστορία. Θα επιχειρηματολογούσα, αντιθέτως, ότι η προσπάθεια να κινηθείς στις χρηματοοικονομικές αγορές χωρίς μια κάποια γνώση της ιστορία, είναι μάλλον μια μάταιη απόπειρα.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr