FT: O Τραμπ και η στροφή 180 μοιρών στη Συρία

Η αμερικανική επίθεση με πυραύλους στη συριακή αεροπορική βάση, από την οποία το Πεντάγωνο υποστηρίζει πως το καθεστώς Μπασάρ αλ Άσαντ εξαπέλυσε την Τρίτη την καταστροφική επίθεση με νευροπαραλυτικό αέριο ενάντια σε πολίτες στην επαρχία Ιντλίμπ που έχουν οι αντάρτες υπό τον έλεγχό τους, αντανακλά μια απότομη στροφή 180 μοιρών από τη διακυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Μόλις την περασμένη εβδομάδα στην Τουρκία, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον ανέφερε πως η μοίρα του κ. Άσαντ μπορεί «να αποφασιστεί μόνο από το συριακό λαό», δείχνοντας να νίπτει τας χείρας της Αμερικής στην πολιτική αλλαγής καθεστώτος που με μισή καρδιά επεδίωξε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα. Αυτή η πολιτική ζητούσε από το Σύρο δικτάτορα να παραιτηθεί, χωρίς ποτέ να προσφέρει στους αντιπάλους του τα μέσα για να τον ανατρέψουν.

Όταν το καθεστώς Άσαντ καταπάτησε την «κόκκινη γραμμή» που είχε ορίσει ο κ. Ομπάμα και σκότωσε περίπου 1.400 πολίτες με μια επίθεση με νευροτοξικό αέριο Σαρίν σε προάστιο της Δαμασκού το 2013, ο πρόεδρος υποσχέθηκε, αλλά αργότερα ακύρωσε μια τιμωρητική απάντηση. Αυτή η υπαναχώρηση έπληξε την αξιοπιστία των ΗΠΑ, ανοίγοντας το δρόμο ώστε η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν να επανεισχωρήσει στη Μέση Ανατολή.

Το ερώτημα είναι τώρα αν μια «ομοβροντία» αμερικανικών Tomahawk μπορεί να κάνει το παραμικρό για να μεταβάλλει την ισορροπία δυνάμεων και πάλι ενάντια στον κ. Άσαντ -και κατ’ επέκταση ενάντια στους Ρώσους και Ιρανούς υποστηρικτές του. Ή είναι πιο πολύ κάτι σαν «από σπόντα» βομβαρδισμός. Η Μόσχα και η Τεχεράνη έσωσαν πέρυσι το καθεστώς από την ήττα, και άλλαξαν τα δεδομένα μετά την ανακατάληψη του ανατολικού τμήματος του Χαλεπίου από τους αντάρτες το Δεκέμβριο.

Το ότι οι ΗΠΑ φάνηκε την περασμένη εβδομάδα πως αποδέχθηκαν την παραμονή του κ. Άσαντ, μάλλον ενθάρρυνε τον Σύρο πρόεδρο, στον οποίο δεν έχει δοθεί κανένας λόγος να αμφιβάλλει για την ατιμωρησία του εδώ και έξι χρόνια που κάνει τον απόλυτο πόλεμο κατά του λαού του.

Η Ιντλίμπ, η βορειοδυτική επαρχία όπου εκτελέστηκε η επίθεση με το νευροπαραλυτικό αέριο, είναι το σημείο όπου το καθεστώς αναμετριέται με τις δυνάμεις των ανταρτών. Οι τακτικές του καθεστώτος -από πολιορκίες πείνας μέχρι αυτοσχέδιες βόμβες, πυραύλους σκουντ και οβίδες, αλλά και εναέριες επιθέσεις με στόχο οτιδήποτε, από νοσοκομεία μέχρι ουρές για ψωμί, στέλνουν ένα βάναυσο μήνυμα: παραδοθείτε ή σκοτωθείτε. Αλλά η χρήση αερίου ρίχνει το ηθικό των αντιπάλων με έναν ιδιαίτερα διεφθαρμένο τρόπο, λέγοντάς τους ότι κανένας νόμος, κανένα καταφύγιο και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να προστατεύσει τις οικογένειές τους απ’ αυτόν το σιωπηρό φονιά.

Το Κρεμλίνο, φυσικά, έχει διαμαρτυρηθεί και δημιουργήσει μια σύγχυση γύρω από την επίθεση των ΗΠΑ. Και όμως αυτή κέρδισε ευρεία υποστήριξη. Ακόμη και η Τεχεράνη περιορίστηκε σε έναν τυπικό σαματά, δεδομένης της ευαισθησίας του Ιράν στα χημικά όπλα που χτύπησαν σε μεγάλες ποσότητες τις δυνάμεις του στη διάρκεια του πολέμου με το Ιράκ την περίοδο 1980-88. Και τώρα;

Ο κ. Τίλερσον επέστησε την προσοχή ενάντια σε οποιαδήποτε «απόπειρα να βγει από αυτή (την επίθεση) το συμπέρασμα αλλαγής της πολιτικής μας», αλλά, την ίδια ώρα, τόνισε πως ο κ. Άσαντ δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία.

Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη λιγοστή πολεμική αεροπορία της Συρίας, αλλά η εκδίωξη των υποστηρικτών του Άσαντ ενέχει τον κίνδυνο σύγκρουσης με τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, η Μόσχα κάνει τα στραβά μάτια την ώρα που το Ισραήλ αυξάνει τη συχνότητα των εναέριων επιδρομών σε υποτιθέμενες αποστολές ιρανικών όπλων μέσω Συρίας προς την λιβανέζικη παραστρατιωτική Χεσμπολά, η οποία έχει συμμαχήσει με τη Ρωσία στο συριακό πεδίο. Αλλά στη διαμάχη του με την Αμερική για τοπική και παγκόσμια επιρροή, ο κ. Πούτιν είναι απίθανο να συναινέσει σε τιμωρητικά χτυπήματα από την πλευρά των ΗΠΑ στο συριακό σύμμαχό του.

Ζώνες ασφαλείας για τους διασκορπισμένους αντιπάλους του καθεστώτος, κάτι για το οποίο κάποτε δεσμεύθηκε ο κ. Τραμπ, θα πρέπει να οριστούν από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία και να περιλαμβάνουν και το Ιράν και την Τουρκία. Μόνο απλό δεν είναι αυτό.

Οι καθεστωτικοί, πριν απ’ όλα, σαφώς αποσκοπούν κάποιες από τις δημογραφικές ανακατατάξεις -οι οποίες επηρεάζουν κυρίως τον σουνιτικό πληθυσμό που πλειοψηφεί στη Συρία- να γίνουν μόνιμες για να θωρακίσουν το καθεστώς μειοψηφίας τους.

Δεύτερον, η όχι και τόσο μυστική αστυνομοκρατία τους, που έχει δημιουργήσει μια «βιομηχανία θανάτου», παραμένει ακέραιη, αποτρέποντας την επιστροφή 11 εκατομμυρίων ανθρώπων που έχουν ξεριζωθεί, μέσα στη Συρία ή ως πρόσφυγες.

Τρίτον, αυτό καθιστά αδύνατο για πολλούς σουνίτες να συμφιλιωθούν, θρέφοντας την απελπισία από την οποία τροφοδοτείται το Ισλαμικό Κράτος, η Αλ Κάιντα και άλλοι τζιχαντιστές.

Για τις ΗΠΑ, η Συρία είναι φρικιαστικά περίπλοκη. Οι δυνάμεις της μάχονται στο πλευρό του άσπονδου εχθρού τους, του Ιράν, για να διώξουν τον ISIS από τη Μοσούλη σε όλο το μήκος των συνόρων με το Ιράκ, ενώ ταυτόχρονα είναι στα μαχαίρια με τη σύμμαχο Τουρκία, ένα μέλος του ΝΑΤΟ, η οποία πολεμά κατά του Ισλαμικού Κράτους και των Κούρδων της Συρίας που είναι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον στο βορειοδυτικό τμήμα της Συρίας.

Ο κ. Τραμπ σίγουρα θα προτιμούσε ξεκάθαρες, «άσπρες ή μαύρες» επιλογές -όπως μια επίθεση με πυραύλους για να τιμωρήσει τη βαρβαρότητα- αλλά η Συρία δεν προσφέρει και πολλές τέτοιες…

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


Exit mobile version