FT: Ο Τραμπ έφερε την ειρήνη ανάμεσα στη Γέλεν και τις αγορές

Όπου υπήρχε παραφωνία, ο Ντόναλντ Τραμπ έφερε αρμονία. Έφερε ειρήνη ανάμεσα στην Τζάνετ Γέλεν και στις αγορές, καθώς οι traders φαίνεται επιτέλους να πιστεύουν την πρόβλεψη της για τα επιτόκια την επόμενη χρονιά.

Η Fed λέει ότι σκοπεύει να αυξήσει τα επιτόκια τρεις φορές την επόμενη χρονιά και η αγορά έμμεσα, μέσω των προθεσμιακών συμβολαίων, τοποθετεί την πιθανότητα να συμβεί αυτό σχεδόν στο 50%.

Είχαν προηγηθεί πέντε χρόνια στα οποία οι αγορές προέβλεπαν επανειλημμένα και επιτυχημένα ότι τα επιτόκια θα μείνουν στο μηδέν, ανεξάρτητα από τι τους λέει η κα. Γέλεν.

Είναι αυτή η μεγάλη αλλαγή στην ψυχολογία που συνέβη με την εκλογική νίκη του κ. Τραμπ, η οποία έφερε επιτέλους τις αγορές επιτοκίων και την κεντρική τράπεζα σε συγχρονισμό.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η καινούργια πίστη σε μια Fed «γεράκι», τρομάζει τις αγορές ομολόγων και συναλλάγματος. Η κα. Γέλεν έθρεψε ακούσια αυτό το φόβο στη συνέντευξη τύπου, υποστηρίζοντας ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι πραγματικά αναγκαία τώρα, μια θέση που έρχεται σε απευθείας σύγκρουση με τη νέα κυβέρνηση.

Η δυνατή γλώσσα που χρησιμοποίησε για την υγεία της αμερικάνικης οικονομίας και της αγοράς εργασίας, έδωσε επίσης την εντύπωση ότι μπορεί να γίνει ακόμα πιο «γεράκι» στο μέλλον.

Η αντίδραση των αγορών στη συνέντευξη τύπου της κα. Γέλεν ήταν σίγουρα υπερβολική και μεγαλύτερη από αυτή που θα ήθελε και είναι πιθανό να υπάρξει μια προσπάθεια από τη Fed να απαντήσει στους traders τις επόμενες ημέρες. Αλλά η αντίδραση των αγορών καταδεικνύει ότι η αγορά σταθερού εισοδήματος είναι επιρρεπής σε ένα δραματικό «sell-off». Οι φόβοι για την εξέλιξη αυτή δεν ήταν υπερβολικοί και αυτό δεν είναι μια καλοδεχούμενη είδηση.

Για την ώρα, οι όχι και τόσο διπλωματικές προσπάθειες της κα. Γέλεν δεν θα την κάνουν ιδιαίτερα δημοφιλή στον κ. Τραμπ. To καθησυχαστικό είναι ότι μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με το ίδιο σοβαρό και επιτακτικό πρόβλημα, την ενίσχυση του δολαρίου. Στο τέλος της συνεδρίασης της Τετάρτης, το δολάριο είχε πιάσει το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2003, πριν την εισβολή στο Ιράκ.

Η οικονομική και χρηματοοικονομική λογική είναι προφανής. Για να αναθερμανθεί η αμερικάνικη οικονομία, τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν. Αυτό θα προσελκύσει κεφάλαια στο δολάριο, ειδικά από οικονομίες όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία όπου τα επιτόκια βρίσκονται ακόμα στο μηδέν. Οι διαφορές στις αποδόσεις είναι πλέον μεγάλες. Η απόδοση του αμερικάνικου 10ετους ομολόγου έναντι του γερμανικού bund είναι η μεγαλύτερη από την άνοιξη του 1989, πριν τη γερμανική επανένωση.

Αυτό θα βοηθήσει τις εξαγωγικές οικονομίες της Ιαπωνίας και της Γερμανίας. Δεν είναι καθόλου χρήσιμο για την Κίνα, που είναι ακόμα προσδεμένη στο δολάριο και για πολλές αναδυόμενες οικονομίες, όπου η δύναμη του δολαρίου – όπως φάνηκε και το 2013 με το «tapering» – μπορεί εύκολα να προκαλέσει συνθήκες κρίσης.

Δεν βοηθάει και την κα. Γέλεν, καθώς το ισχυρό δολάριο πιέζει χαμηλότερα τον πληθωρισμό, μέσω της επίπτωσης του στις τιμές των εισαγωγών και στην ανάπτυξη.

Δεν είναι επίσης καθόλου βοηθητικό για τον κ. Τραμπ. Ο βασικός του στόχος είναι να αποκαταστήσει την μεταποίηση στις ΗΠΑ και να υπερασπιστεί την θέση της χώρας στο εμπόριο. Ένα τόσο ισχυρό δολάριο έχει τον ίδιο αντίκτυπο όπως και μια σειρά προστατευτικών δασμών για αμερικάνικα προϊόντα.

Επιπλέον, η πορεία που προβλέπει η Fed να ακολουθήσουν τα επιτόκια βασίζεται σε ανάπτυξη του ΑΕΠ που θα είναι λίγο πάνω από 2% τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η ξεκάθαρη δέσμευση του κ. Τραμπ είναι να προσπαθήσει να αυξήσει την ανάπτυξη στο 3,5%. Μια δημοσιονομική πολιτική που θα είναι τόσο γενναιόδωρη για να πυροδοτήσει μια τόσο ισχυρή ανάπτυξη, θα σημαίνει πιθανότατα και υψηλότερα επιτόκια και ένα ακόμα πιο ενισχυμένο δολάριο.

Η εναλλακτική θα ήταν μια ανεύθυνη Fed που θα ήταν διατεθειμένη να δεχθεί το ρίσκο να επιτραπεί μιας εκτόξευσης του πληθωρισμού.

Στο τέλος, το δίλημμα για τον κ. Τραμπ και την κα. Γέλεν είναι το ίδιο και είναι δυσάρεστο. Υπάρχουν όρια στο πόσο μπορεί να περιοριστεί η παγκοσμιοποίηση. Οι χρηματοοικονομικές αγορές σε ένα παγκόσμιο σκηνικό βάζουν όρια στο πόσο μπορούν να τονώσουν οι ΗΠΑ την ίδια την οικονομία τους.

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


Exit mobile version