Τι μπορεί να σκεφτόταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν
Αλλά υπό το πρίσμα της ρωσικής ιστορίας, η ιδέα πως μια επιχείρηση ξένων μυστικών υπηρεσιών θα μπορούσε να διαλύσει το πολιτικό σύστημα ενός αντιπάλου φαίνεται απολύτως λογική. Η γέννηση της Σοβιετικής Ένωσης, του κράτους που ο κ. Πούτιν υπηρετούσε κάποτε πιστά, προήλθε από μια τέτοια επιχείρηση. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί διευκόλυναν την επιστροφή του Λένιν στη Ρωσία, γνωρίζοντας πως ο Μπολσεβίκος ηγέτης ήταν υπέρ της ειρήνης ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία. Ο στόχος ήταν η αποσταθεροποίηση του τσαρικού καθεστώτος και η έξοδος της Ρωσίας από τον πόλεμο. Η επιτυχία ήταν απόλυτη.
Έναν αιώνα αργότερα, ο κ. Πούτιν στήριξε την καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ για λόγους που δεν απέχουν και πολύ από αυτούς που παρακίνησαν τους Γερμανούς να στηρίξουν τον Λένιν. Ο Ρώσος πρόεδρος ήταν οργισμένος για τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στη χώρα του μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Συσχέτισε την πολιτική αυτή με την Χίλαρι Κλίντον. Και γνώριζε πως ο κ. Τραμπ ήταν υπέρ της επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία.
Υπάρχει επίσης ένα ευρύτερο μάθημα που θα μπορούσε να αντλήσει ο κ. Πούτιν από την ιστορία, το οποίο δεν αφορά την γέννηση αλλά το θάνατο της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το σοβιετικό μπλοκ και η Δύση είχαν προετοιμαστεί για μια στρατιωτική αντιπαράθεση, έναν πόλεμο με άρματα μάχης στις πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης ή ακόμα και μια καταστροφική πυρηνική σύγκρουση. Αλλά στο τέλος, ο νικητής και ο χαμένος καθορίστηκαν χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Το κρίσιμο στοιχείο δεν ήταν η στρατιωτική ισχύς της κάθε πλευράς αλλά η εσωτερική τους ανθεκτικότητα.
Με παρόμοιο τρόπο, οι αντιπαραθέσεις ισχύος του 21ου αιώνα – ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία, καθώς και ανάμεσα στην Κίνα και την Ε.Ε. – είναι πιθανότερο να κριθούν από την εγχώρια ανθεκτικότητα παρά από την εξωτερική ισχύ.
Μέχρι πρόσφατα, αυτός θα ήταν ένας συναγωνισμός που οι ΗΠΑ θα ήταν βέβαιες ότι θα τον κέρδιζαν. Άλλωστε η μεγάλη δύναμη της Δύσης είναι η νομιμότητα και η σταθερότητα που δημιουργούν η δημοκρατία και η ανώτερη οικονομική επίδοση. «Η ελευθερία έχει αποτελέσματα» συνήθιζε να λέει με αυτοπεποίθηση ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν.
Αλλά στην εποχή του Τραμπ, η ιδέα ότι το αμερικάνικο σύστημα είναι πιο σταθερό ενδογενώς από τους αντιπάλους του δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το μίσος και στις δύο άκρα του πολιτικού συστήματος είναι τόσο ισχυρό που ακόμα και εφημερίδες του κυρίαρχου ρεύματος σαν το New Yorker και το Foreign Policy έχουν γράψει άρθρα για το ενδεχόμενο ενός δεύτερου εμφύλιου πολέμου. (Οι ειδικοί που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Foreign Policy συμφώνησαν σε ποσοστό 35%).
Η ρωσική απάντηση στις κατηγορίες ότι προσπάθησαν να διευρύνουν τον διχασμό εντός της Αμερικής βασίζεται σε δύο επιχειρήματα. Πρώτον, υποστηρίζουν ότι η Ρωσία απλώς ανταποδίδει τις προσπάθειες δεκαετιών των ΗΠΑ να αποσταθεροποιήσουν ξένες κυβερνήσεις που δεν συμπαθούν. Δεύτερον,επισημαίνουν ότι η αμερικάνικη δημοκρατία πρέπει να βρίσκεται σε πραγματικά άσχημη κατάσταση αν μπορεί να υπονομεύεται από μια ρωσική επιχείρηση με προϋπολογισμό μόλις 1,25 εκατ. δολάρια τον μήνα.
Αναμφίβολα, υπάρχει μια δόση αλήθειας και στα δύο επιχειρήματα. Ένα αμερικάνικο δημοκρατικό σύστημα το οποίο δύο φορές στο πρόσφατο παρελθόν εξέλεξε τον υποψήφιο που έλαβε τους λιγότερους ψήφους (το 2000 και το 2016) δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι χαίρει άκρας υγείας.
Αλλά ένα άλλο μάθημα του Ψυχρού Πολέμου είναι πως η διαφάνεια στις ΗΠΑ σημαίνει ότι τα προβλήματα της βγαίνουν προς τα έξω. Στον αντίποδα, το σφιχτά ελεγχόμενο σοβιετικό σύστημα έπεισε κάποιους αφελείς εξωτερικούς παρατηρητές πως είναι ένα μοντέλο οικονομικής και τεχνολογικής προόδου. Υπήρχε μια τάση υπερεκτίμησης των αδυναμιών της Δύσης και μια αποτυχία εντοπισμού της κατάπτωσης του σοβιετικού συστήματος.
Κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβαίνει και τώρα. Είναι δύσκολο να αγνοήσει κανείς τις δυσλειτουργίες της Αμερικής του Τραμπ. Αλλά η εσωτερική αδυναμία των διεθνών της αντιπάλων μπορεί να είναι πιο σοβαρή, αλλά πιο δύσκολο να παρατηρηθεί.
Το ζήτημα των κρυφών προβλημάτων αφορά κυρίως την Κίνα η οποία είναι τώρα ένας πιο πιθανός αντίπαλος των ΗΠΑ από ότι η Ρωσία. Η σύγχρονη Κίνα παρουσιάζει ένα εντυπωσιακό πρόσωπο στον κόσμο. Αλλά είναι επίσης ειδική στο να καταπιέζει το διάλογο για τα απειλητικά εγχώρια προβλήματα, από τις τοπικές εντάσεις στο Θιβέτ και την Σινγιάνγκ, ως τις αδυναμίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η είδηση πως το κομμουνιστικό κόμμα σκέφτεται να καταργήσει τα όρια στην θητεία του Κινέζου προέδρου, ανοίγοντας τον δρόμο για την εσαεί παραμονή του Σι Τζινπίνγκ στην εξουσία, καταδεικνύει τον κίνδυνο η εξουσία του ενός κόμματος να μετατραπεί στην εξουσία του ενός ανδρός. Αυτό είναι ένα μοντέλο που έχει λειτουργήσει καλά για την Κίνα στο παρελθόν.
Ο πρόεδρος Πούτιν σκοπεύει και αυτός να παραμείνει στην εξουσία και θα κερδίσει μια ακόμα στημένη εκλογική αναμέτρηση τον επόμενο μήνα. Αλλά η προσπάθεια του να επιβεβαιώσει το ρόλο της Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης θα υπονομευτεί από την ίδια αδυναμία που υπονόμευσε την Σοβιετική Ένωση: μια οικονομία που είναι πολύ μικρή και αναποτελεσματική για να αντέξει τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της Μόσχας.
Και τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα είναι αντιμέτωπες με μακροχρόνια δημογραφικά προβλήματα.
Ο κ. Πούτιν γνωρίζει πως η Ρωσία έχει σημαντικές εσωτερικές αδυναμίες. Αλλά μπορεί επίσης να δει πως και οι ΗΠΑ έχουν δικά τους σοβαρά προβλήματα. Για αυτό υιοθέτησε μια στρατηγική που οι αναλυτές αποκαλούν «όποιος μείνει όρθιος». Ο στόχος της είναι να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες της Δύσης, προτού οι αδυναμίες της Ρωσίας καταπνίξουν τον κ. Πούτιν.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr