Δεν ήταν ατύχημα το ότι η Ρωσία διεξήγαγε τις προεδρικές εκλογές 18 Μαρτίου, στην τέταρτη επέτειο της προσάρτησης της Κριμαίας.
Η εκλογή υπηρέτησε ως μια θεατρική υπενθύμιση της εγχώριας ισχύος της προεδρίας του Βλ. Πούτιν, με τον ίδιο τρόπο που η κατάκτηση της Κριμαίας επιβεβαίωσε τη δύναμή της σε διεθνές επίπεδο.
Στο πλαίσιο της απουσίας ουσιαστικού ανταγωνισμού, το εύρος της νίκης του Πούτιν (πήρε περίπου 76,6% των ψήφων) είναι σχεδόν αδιάφορο. Η συμμετοχή είναι καλύτερη μέτρηση της αποδοχής, της μη αποδοχής ή της απάθειας, αλλά τα επίσημα στοιχεία (σ.σ. δείχνουν 67,4%) πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή.
Η κρίσιμη ερώτηση αφορά την προοπτική αλλαγής στη Ρωσία του Πούτιν, στο εσωτερικό και στη συμπεριφορά της στο εξωτερικό. Θα κατέχει τη θέση μέχρι το 2024. Εχοντας τη θέση του ηγέτη της Ρωσίας για 18 χρόνια, είναι ήδη επικεφαλής όσο και ο Μπρέζνιεφ, ο Σοβιετικός ηγέτης (1964-1982).
Προς το τέλος της ηγεσίας Μπρέζνιεφ, μια ολοφάνερη ατμόσφαιρα πολιτικής στασιμότητας και οικονομικής παρακμής διέπνεε τη χώρα. Μια νεότερη γενιά δυσαρεστημένων insiders του καθεστώτος, που προσωποποιήθηκαν στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, περίμεναν με ανυπομονησία να παρουσιάσουν μεταρρυθμίσεις. Αφότου ήρθαν στην εξουσία το 1985, άδραξαν την ευκαιρία.
Σήμερα υπάρχει μια ανάλογη αίσθηση μεταξύ κάποιων οικονομολόγων, φορέων χάραξης πολιτικής και κάποιων τμημάτων της κοινωνίας, ότι η Ρωσία θα ωφεληθεί από τις μεταρρυθμίσεις. Οι αλλαγές είναι επιθυμητές για να βελτιωθεί η απόδοση της οικονομίας, να υπάρξει περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και να αρθεί η αβεβαιότητα αναφορικά με το πώς το πολιτικό σύστημα θα λειτουργήσει μετά την προεδρία Πούτιν. Για διάφορους λόγους, όμως, η αίσθηση του επείγοντος είναι πιο περιορισμένη απ’ ό,τι το 1982.
Εκτεταμένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα απαιτήσουν διαφάνεια, ένα αμερόληπτο δημόσιο και κράτος δικαίου, που με τη σειρά τους θα απειλούσαν τις υφιστάμενες πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ και χαμηλότερου βαθμού κυβερνητικούς αξιωματούχους. Με εκτεταμένη πολιτική μεταρρύθμιση θα αμφισβητούσε τη βασική αρχή της προεδρίας Πούτιν, ότι ένα ισχυρό κράτος το οποίο περιορίζει τον πολιτικό πλουραλισμό, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια ηγετική θέση της Ρωσίας στα παγκόσμια πράγματα.
Όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αυτή είναι μια περίοδος υψηλών εντάσεων στις σχέσεις της Μόσχας με δυτικές χώρες. Ο κος Γκορμπατσόφ ήθελε να ξεπαγώσει το διεθνές κλίμα όπως και να προχωρήσει ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών εσωτερικών μεταρρυθμίσεων. Υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι ο κος Πούτιν μοιράζεται αυτές τις παρορμήσεις.
Η εξήγηση στηρίζεται στη στενή σχέση μεταξύ της ρωσικής εγχώριας και εξωτερικής πολιτικής και επίσης στις εμπειρίες από τις δεκαετίες του 1980 και 1990. Για τον Πούτιν και τους συνεργάτες του, το μάθημα από την εποχή Γκορμπατσόφ μεταξύ 1985-91 είναι ότι οι φιλελεύθερες εγχώριες μεταρρυθμίσεις και η φυσική συνέπεια, μια συνεργατική εξωτερική πολιτική, φέρνουν κοινωνική αναταραχή στο εσωτερικό και υποβάθμιση του διεθνούς στάτους της Ρωσίας.
Αυτή η πίστη δεν είναι μόνο αναπόσπαστη στη μέθοδο διακυβέρνησης Πούτιν, αλλά ευρύτερα αποδεκτή μεταξύ των Ρώσων. Τον Δεκέμβριο του 2015 δημοσκόπηση του Levada Centre, του πλέον ευυπόληπτου φορέα της Ρωσίας, κατέληξε ότι μόνο το 11% των ερωτηθέντων είχε ευνοϊκή εικόνα για τον Γκορμπατσόφ και τον Μπόρις Γιέλτσιν, τον πρώτο πρόεδρο της μετασοβιετικής εποχής.
Σε πολιτικούς και οικονομικούς όρους, τα χρόνια Γκορμπατσόφ και Γιέλτσιν ήταν τα πλέον ελεύθερα στη Ρωσία από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αλλά αυτό μετρά λίγο για τους σημερινούς Ρώσους, περιλαμβανομένων πολλών νέων που δεν έχουν προσωπικές μνήμες από την εποχή.
Όποιου είδους αλλαγών και αν έρθουν στη Ρωσία το επόμενο βραχυπρόθεσμο διάστημα είναι απίθανο να μοιάζουν με τη φιλελευθεροποίηση μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1980 και των αρχών αυτής του 1990.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr