«Πολλές σημαντικές ομάδες συμφερόντων και διαμορφωτές της κοινής γνώμης απεχθάνονται τα πολύ χαμηλά επιτόκια.Είναι επίσης αρκετά ξεκάθαροι για το ποιοι είναι οι υπεύθυνοι: οι κεντρικές τράπεζες», αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times που φέρει την υπογραφή του Martin Wolf και προσθέτει:
«Η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Τερέζα Μέι, έχει ταχθεί και αυτή στη γραμμή αυτή, υποστηρίζοντας «πως ενώ η νομισματική πολιτική προσέφερε το κατάλληλο φάρμακο μετά το χρηματοοικονομικό κραχ, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως έχουν εμφανιστεί κάποιες αρνητικές επιπτώσεις. Οι άνθρωποι με περιουσιακά στοιχεία έχουν γίνει πλουσιότεροι. Οι άνθρωποι χωρίς περιουσία έχουν υποφέρει. Οι άνθρωποι με στεγαστικά δάνεια είδαν τα χρέη τους να γίνονται φθηνότερα. Οι άνθρωποι με αποταμιεύσεις έγιναν φτωχότεροι. Τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν».
«Ένα από τα είδη των ενστάσεων κατά των σημερινών πολιτικών, είναι κατά βάση μια κραυγή πόνου: τα χαμηλά επιτόκια υπονομεύουν τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών, μειώνουν τα εισοδήματα των αποταμιευτών, πλήττουν την φερεγγυότητα των ασφαλιστικών προγραμμάτων, αυξάνουν τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού και επιδεινώνουν την ανισότητα», υπογραμμίζει ο Martin Wolf και συμπληρώνει:
«οι διανεμητικές επιπτώσεις των νομισματικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν μετά την κρίση είναι αρκετά πολύπλοκες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η διανομή εισοδήματος φαίνεται πως έχει γίνει λιγότερο άνιση μετά την κρίση, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για την διανομή πλούτου. Επιπρόσθετα, τα χαμηλά επιτόκια δεν επιδεινώνουν αναγκαστικά τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων. Αυτό εξαρτάται από τι συμβαίνει στην αξία των στοιχείων ενεργητικού των ταμείων. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα χαμηλά επιτόκια τείνουν να αυξάνουν την αξία τους».