Το βρετανικό debate σχετικά με το Brexit, αυτή τη στιγμή, μου θυμίζει τις συζητήσεις που άκουγα στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του περασμένου έτους για τον Ντόναλντ Τραμπ. Εκείνη την περίοδο οι δημοσκοπήσεις έλεγαν πως ο κ. Τραμπ βρισκόταν πολύ μπροστά στην κούρσα. Αλλά η επικρατούσα άποψη στην Ουάσινγκτον ήταν πως δε θα κερδίσει ποτέ την υποψηφιότητα. Όλοι μου έλεγαν πως, όταν οι ψηφοφόροι άρχιζαν να εστιάζουν στον αγώνα, το προβάδισμα του κ. Τραμπ θα κατέρρεε αναφέρουν οι Financial Times.
Στη Βρετανία σήμερα οι κύριοι πολιτικοί αναλυτές είναι παρόμοια απρόθυμοι να πιστέψουν τις προειδοποιητικές ενδείξεις από τις δημοσκοπήσεις. Αρκετές πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν μικρές πλειοψηφίες υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρώπη. Αλλά οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές με τους οποίους μιλάω, εξακολουθούν να θεωρούν σχετικά απίθανο η Βρετανία πραγματικά να ψηφίσει υπέρ μιας εξόδου. Όταν πρόκειται τόσο για τον κ. Τραμπ όσο και για το Brexit, τα πολιτικά κατεστημένα σε Ουάσινγκτον και Λονδίνο δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι το κοινό τελικά θα κάνει μια επιλογή που το ίδιο το κατεστημένο θεωρεί αυταπόδεικτα ηλίθια.
Ωστόσο στη Βρετανία, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πολιτική έχει πάρει μια λαϊκίστικη και απροσδόκητη στροφή. Η χρηματοπιστωτική κρίση και οι συνέπειές της έχουν υπονομεύσει την πίστη στην κριτική ικανότητα των ελίτ. Υψηλά επίπεδα μετανάστευσης και ο φόβος της τρομοκρατίας έχουν αυξήσει τον πειρασμό να προσπαθήσει κανείς να υψώσει τις γέφυρες και να ταμπουρωθεί πίσω από τα εθνικά σύνορα.
Η βρετανική καμπάνια υπέρ της εξόδου θα θέσει την τρομοκρατία, τη μετανάστευση και τους συνοριακούς ελέγχους στο κέντρο της εκστρατείας –και αυτή μπορεί να αποδειχθεί μια τακτική που θα φέρει τη νίκη. Οι δημοσκοπήσεις υπονοούν πως το κοινό είναι συντριπτικά θετικό στην ιδέα πως η Βρετανία χρειάζεται να περιορίσει τη μετανάστευση. Η απόπειρα του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους της συμμετοχής της Βρετανίας στην ΕΕ δεν κατάφερε να επιτύχει και πολλά σε αυτό το μέτωπο. Η αρχή της ελεύθερης μετακίνησης της εργασίας στους κόλπους της ΕΕ παραμένει ακέραια –και η καμπάνια υπέρ της αποχώρησης θα φροντίσει κάθε ψηφοφόρος αυτό να το γνωρίζει.
Δυστυχώς, ο συνασπισμός που θα οδηγούσε την καμπάνια υπέρ της παραμονής αποτυγχάνει να ενωθεί. Οι φίλα προσκείμενοι στην Ευρώπη πάντα υπέθεταν ότι μπορούσαν να βασίζονται στη στήριξη του Εργατικού κόμματος της αντιπολίτευσης, των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, του κυρίαρχου ρεύματος του Συντηρητικού Κόμματος και των περισσοτέρων από τις βρετανικές επιχειρήσεις. Αλλά του Εργατικού κόμματος ηγείται τώρα ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ένας κρυφός οπαδός του Brexit που δεν θα σηκώσει ούτε το δαχτυλάκι του για να στηρίξει το υπέρ της παραμονής στρατόπεδο. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί ουσιαστικά αφανίστηκαν στις περσυνές γενικές εκλογές. Και εμφύλιος πόλεμος έχει ξεσπάσει στους κόλπους των Tories, με αρκετές ηγετικές φιγούρες να προσχωρούν στο στρατόπεδο υπέρ της εξόδου.
Στο μεταξύ, οι μεγάλες επιχειρήσεις εκφράζουν τις απόψεις τους πολύ λιγότερο απ’ ό,τι ήλπιζε η καμπάνια υπέρ της παραμονής. Επιστολή υπέρ της ΕΕ υπογράφηκε από μόνο λίγο παραπάνω από το ένα τρίτο των ηγετών των εταιριών της FTSE 100 – οι περισσότεροι δίστασαν, είτε λόγω πεποιθήσεων είτε από φόβο πως θα αντιταχθούν σε μετόχους ή πελάτες. Το Σίτι είναι σε μεγάλο βαθμό υπέρ της παραμονή στην ΕΕ. Αλλά, στο τρέχον περιβάλλον, η στήριξη της Goldman Sachs δεν αποτελεί απαραίτητα πλεονέκτημα.
Η καμπάνια υπέρ της εξόδου έχει επίσης το ατού των απλών συνθημάτων που είναι εύκολα στην κατανόηση: ελέγχουμε τα σύνορά μας, δημιουργούμε τους δικούς μας νόμους, παίρνουμε πίσω τα λεφτά μας από τις Βρυξέλλες. Οι απαντήσεις του αντίπαλου στρατοπέδου σε αυτές τις απαιτήσεις, αντίθετα, είναι πολύπλοκες. Σημειώνουν πως, αν η Βρετανία επιθυμεί να διατηρήσει πλήρη πρόσβαση στην αγορά του κοινού νομίσματος, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα πρέπει να αποδεχθεί την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων ως τίμημα για την είσοδό της, μαζί με τους κανονισμούς της κοινής αγοράς. Εξηγούν πως, αν και η συνεισφορά της Βρετανίας στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ακούγεται πολύ μεγάλη, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής κυβερνητικής δαπάνης.
Από άποψη λογικής αυτά είναι στέρεα επιχειρήματα. Αλλά ταυτόχρονα είναι και ανώφελα περίπλοκα. Και στην πολιτική, όπως λέει και το ρητό: «Αν εξηγείς, χάνεις». Δυσοίωνα, ομάδες ειδικών που έχουν ασχοληθεί με το θέμα (focus groups) υπονοούν ότι, όταν αναποφάσιστοι ψηφοφόροι εκτεθούν στα επιχειρήματα και των δύο πλευρών της διαμάχης, είναι πιθανότερο να κλίνουν προς την ψήφο υπέρ της εξόδου. Στο μεταξύ, φαίνεται όλο και πιο δύσκολο να πείσει κανείς για τα προτερήματα της Ευρώπης, εξαιτίας της κρίσης της ευρωζώνης και του προσφυγικού.
Αντιμέτωπη με αυτά τα προβλήματα, η καμπάνια υπέρ της συμμετοχής έχει μείνει να βασίζεται σε ανησυχητικά μεγάλο βαθμό στην εξουσία του πρωθυπουργού. Δύο νίκες στις γενικές εκλογές υπαινίσσονται ότι κ. Κάμερον αποτελεί επιβλητικό παίκτη στην εκστρατεία. Αλλά δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Με τις επιχειρήσεις και τα άλλα πολιτικά κόμματα να είναι προς το παρόν απογοητευτικά, ίσως χρειαστεί να αναζητήσει στήριξη στο εξωτερικό.
Η είδηση πως ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα θα επισκεφτεί το Ηνωμένο Βασίλειο τον επόμενο μήνα και πιθανώς θα στηρίξει την καμπάνια που θέλει τη Βρετανία μέσα στην ΕΕ, έχει προκαλέσει την οργή της αντίπαλης καμπάνιας. Η εξαγρίωσή τους είναι αποκαλυπτική. Ο Αμερικανός πρόεδρος παραμένει δημοφιλής φιγούρα στο μεγαλύτερο μέρος της Βρετανίας.
Επιπλέον, η καμπάνια της αποχώρησης πάντα επιχειρηματολογούσε πως υπάρχει ένας μεγάλος κόσμος πέραν της Ευρώπης που απλά περιμένει να αγκαλιάσει τη Βρετανία μόλις εκείνη φύγει από την ΕΕ. Κανείς δε βρίσκεται σε καταλληλότερη θέση σε σχέση με τον Αμερικανό πρόεδρο, ώστε να υποτιμήσει με λεπτότητα αυτή την ιδέα. Κατά τις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν την επίσκεψή του, η Ντάουνινγκ Στριτ θα πρέπει να ενθαρρύνει άλλους ξένους ηγέτες –από το Πεκίνο μέχρι το Βατικανό- ώστε να καταστήσουν γνωστή την εχθρική τους στάση απέναντι στο Brexit.
Πολλοί ξένοι ηγέτες θα διστάσουν να παρέμβουν σε ένα εσωτερικό βρετανικό debate. Έτσι κι αλλιώς, κάποιοι από αυτούς ίσως έχουν ξεγελαστεί πιστεύοντας ότι το Brexit είναι εξαιρετικά απίθανο. Όπως η βρετανική πολιτική ελίτ, κι αυτοί θα πρέπει να ανοίξουν τα μάτια τους και να απομακρυνθούν από αυτή την παρηγορητική αντίληψη –και γρήγορα.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr