Έχουμε φτάσει στο τέλος μιας οικονομικής περιόδου, εκείνης της παγκοσμιοποίησης που καθοδηγείται από τη Δύση, και μιας γεωπολιτικής – της μεταπολεμικής εποχής «μονοπολικής στιγμής». Αυτό υποστήριξα πριν από σχεδόν ένα χρόνο.
Το ερώτημα ήταν, αν ο κόσμος θα βίωνε την αποδόμηση της φιλελεύθερης τάξης που δημιουργήθηκε από τις ΗΠΑ μετά τον παγκόσμιο πόλεμο με αποπαγκοσμιοποίηση και συγκρούσεις ή με αναζωπύρωση της συνεργασίας. Μετά από ένα χρόνο προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, θα πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό το σημείο. Εν συντομία, η αποδόμηση είναι ακόμα πιο πιθανή.
Η εμπειρία έχει αναδείξει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της προεδρίας του κ. Τραμπ. Σε καθημερινή βάση, «παραβιάζει» τη συμπεριφορά και τις στάσεις που ο κόσμος αναμένει από έναν πρόεδρο των ΗΠΑ. Αλλά η εκμετάλλευση της θέσης του για προσωπικό όφελος, η αδιαφορία για την αλήθεια και η επίθεση στα θεσμικά όργανα μιας δημοκρατίας που διέπεται από τους νόμους είναι όλα όπως θα περίμενε κανείς.
Μια φιλελεύθερη δημοκρατία επιβιώνει μόνο αν οι συμμετέχοντες αναγνωρίσουν τη νομιμότητα των άλλων συμμετεχόντων. Ένας ηγέτης που καλεί τους αξιωματούχους του να κινηθούν εναντίον πρώην αντιπάλων του είναι ένας εν δυνάμει δικτάτορας, όχι δημοκράτης.
Ο χαρακτήρας είναι ένα θέμα. Οι πράξεις κάτι άλλο. Μέχρι στιγμής, ο κ. Τραμπ κυβέρνησε κυρίως ως παραδοσιακός Ρεπουμπλικανός «πλουτο-λαϊκιστής», παρέχοντας πολιτικές για την πλουτοκρατία και ρητορική στην ανόητη βάση του. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του εξακολουθούν να είναι ορατά, στη σταθερά μισθοφορική στάση του απέναντι στους αμερικανούς συμμάχους και τις στενά μερκαντιλιστικές απόψεις του για το εμπόριο.
Η προεδρία του Τραμπ έχει αποδυναμώσει την φιλελεύθερη δημοκρατία (αυτή που στηρίζεται σε ουδέτερο κανόνα δικαίου). Στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, το στιλ της δημοψηφικής δικτατορίας (ευφημιστικά αποκαλούμενης «ανελεύθερη δημοκρατία»), χαρακτηριστικό της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν, αποπλανεί τους θαυμαστές και ενθαρρύνει τους μιμητές. Η οριακή νίκη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο δημοψήφισμα για τις προεδρικές εξουσίες, οδήγησε την Τουρκία ακόμα περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο, το δημοψήφισμα το 2016 για το Brexit του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έχει μέχρι στιγμής προσελκύσει μιμητές εντός της ΕΕ. Στη Γαλλία, ο Εμμανουέλ Μακρόν ανέκοψε τη λαϊκιστική και ξενοφοβική παλίρροια. Οι εκλογές στη Γερμανία αποδυνάμωσαν την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στον κ. Μακρόν, ενώ οι επερχόμενες ιταλικές εκλογές θα μπορούσαν να αποδιοργανώσουν, όχι μόνο την Ιταλία, αλλά ολόκληρη την ευρωζώνη.
Αναμφίβολα, η σημαντικότερη από όλες τις πολιτικές εξελίξεις του 2017 ήταν στην Κίνα. Εδώ, ο Ξι Ζίνπινγκ έχει προφανώς καθιερώσει την υπεροχή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα και ενίσχυσε την κυριαρχία του κόμματος πάνω από το κράτος, και του κράτους πάνω στον κινεζικό λαό. Από τους ισχυρούς του κόσμου, έχει αναδειχθεί ο ισχυρότερος – ο ηγέτης μιας ανερχόμενης υπερδύναμης.
Το 2017, λοιπόν, η απολυταρχία ήταν σε άνοδο. Η «δημοκρατική ύφεση» συνεχίζεται.
Τι, εν τω μεταξύ, συνέβη με την παγκόσμια συνεργασία; Και εδώ διαπιστώσαμε σημαντικές εξελίξεις.
Μία ήταν η απόφαση του κ. Τραμπ να αποχωρήσει από τη συμφωνία του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership), στην οποία οι αμερικανοί σύμμαχοι, ιδίως η Ιαπωνία, επένδυσαν τόσο πολύ και να επαναδιαπραγματευθεί τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής. Μια άλλη ήταν η απόφαση της κυβέρνησης να αποσυρθεί από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Στην αντίθετη κατεύθυνση ήταν η ρητορική προσπάθεια του κ. Ξι να σηκώσει το μανδύα της παγκοσμιοποίησης. Στο ισοζύγιο, οι δυνάμεις κατά της συνεργασίας σημείωσαν πρόοδο πέρυσι, όπως και εκείνες κατά της δημοκρατίας. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη όταν η κυρίαρχη χώρα στον κόσμο έχει έναν πρόεδρο που θεωρεί τη σύγκρουση ως τον κανόνα.
Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να τεθούν σε σχέση με πιο μακροπρόθεσμες τάσεις. Το πιο σημαντικό είναι ότι η θέση των σημερινών χωρών υψηλού εισοδήματος, αν και εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ισχυρή, βρίσκεται σε σχετική πτώση. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας αυξάνονται απότομα, σε σχέση με τις ΗΠΑ, αν και παραμένουν μόλις στο 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Το μερίδιο των χωρών υψηλού εισοδήματος στην παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις αρχές του αιώνα, σε τιμές αγοράς και το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εμπόριο εμπορευμάτων περιορίστηκε κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες.
Ακολουθούν ορισμένες συνέπειες.
Πρώτον, αυτές οι πολιτικές εξελίξεις έχουν διασπάσει τη Δύση ως μια ιδεολογικά συνεκτική οντότητα. Η στενή συνεργασία μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος ήταν σε μεγάλο βαθμό δημιουργία της αμερικανικής βούλησης και εξουσίας. Το κέντρο αυτής της δύναμης αποκηρύσσει σήμερα τις αξίες και την αντίληψη των συμφερόντων που υποστήριξαν αυτήν την ιδέα. Αυτό αλλάζει σχεδόν τα πάντα.
Δεύτερον, τα σύγχρονα δυτικά ιδεώδη της δημοκρατίας και οι φιλελεύθερες παγκόσμιες αγορές έχουν χάσει το κύρος και την ελκυστικότητα όχι μόνο στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και στις ίδιες τις χώρες υψηλού εισοδήματος. Την ώρα που δεν έχει κερδίσει ακόμα ένα εναλλακτικό οικονομικό σύστημα, έχει αυξηθεί η ελκυστικότητα των ξενοφοβικών λαϊκιστών και των αυταρχικών (συχνά είναι οι ίδιοι).
Τρίτον, η διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας, των παγκόσμιων κοινών (κυρίως κλιματικών) ζητημάτων και θεμάτων ασφαλείας, απαιτεί συνεργασία μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος και των αναδυόμενων χωρών, κυρίως της Κίνας. Οι παλιές ημέρες κυριαρχίας από τις κορυφαίες χώρες υψηλού εισοδήματος έχουν τελειώσει. Η διασφάλιση της συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών χωρών είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Τέλος, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, όπως υποστηρίζει ο Graham Allison από το Χάρβαρντ στο βιβλίο του, Destined for War. Οι αισιόδοξοι θα υποστηρίξουν (σωστά) ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση και τα πυρηνικά όπλα κάνουν τον πόλεμο τρελό. Οι απαισιόδοξοι θα απαντήσουν ότι η ανθρωπότητα έχει τεράστια ικανότητα να κάνει το αδέξιο λάθος προς την καταστροφή. Ίσως οι στρατηγοί που περιβάλλουν τον κ. Τραμπ θα αποτύχουν στο να τον κρατήσουν υπό έλεγχο. Ίσως ακόμα και να προμοτάρουν έναν καταστροφικό πόλεμο στη Βόρεια Κορέα.
Αν το 2017 υπογράμμισε τις γεωπολιτικές πιέσεις, είδε επίσης μια υγιή παγκόσμια οικονομική άνοδο. Πώς σχετίζονται αυτά τα πράγματα; Αυτό θα είναι το θέμα μου, την επόμενη εβδομάδα.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr