Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ το σκέφτηκε πολύ μέχρι να αποφασίσει αν θα βάλει υποψηφιότητα και πάλι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2017.
Έκανε τη σωστή επιλογή στο να «κατέβει» για τέταρτη θητεία, παρά τους κινδύνους που ενέχει η παρατεταμένη παραμονή στην εξουσία και οι οποίοι βασάνισαν πολλούς που ήταν ηγέτες για πολύ καιρό, κυρίως τον μέντορά της, Χέλμουτ Κολ.
Με τον Ντόναλντ Τραμπ να μετακομίζει στο Λευκό Οίκο, η κ. Μέρκελ έχει λάβει εκκλήσεις να πάρει τη σκυτάλη της ηγεσίας του δυτικού φιλελεύθερου κόσμου από τον Μπαράκ Ομπάμα. Η ίδια απορρίπτει αυτή την απαίτηση ως «γελοία και παράλογη», αλλά ενδέχεται να μην έχει επιλογή στο συγκεκριμένο θέμα.
Η δουλειά της έχει επιβληθεί λόγω της απουσίας κάποιου άλλου, ευλογοφανούς υποψηφίου και των αξιοθαύμαστων θέσεων που έχει υπερασπιστεί. Έχει δεσμευθεί να παλέψει για τη δημοκρατία, το ελεύθερο εμπόριο και τις ανοικτές κοινωνίες, και έχει αρνηθεί να υποχωρήσει μπροστά στους εθνικιστές, είτε πρόκειται για τον κ. Τραμπ, είτε για το Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας ή για τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν.
Είναι σίγουρα μια ιστορική στιγμή, όταν μια Γερμανίδα καγκελάριος αναλαμβάνει αυτό το ρόλο. Επτά δεκαετίες μετά την καταστροφή της ναζιστικής Γερμανίας, το Βερολίνο είναι για μία ακόμη φορά σε θέση να αναλογιστεί την παγκόσμια εξουσία, αν και με επιφύλαξη. Είναι φόρος τιμής στη μεταμόρφωση της χώρας από το 1945 και μετά, στο γεγονός πως κατατάσσεται μεταξύ των οικονομικών υπερδυνάμεων και στην πρωτοκαθεδρία της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακόμη περισσότερο, αποτελεί μια αντανάκλαση του πόσο απέχουν από αυτά όλοι οι άλλοι, ιδιαίτερα η Βρετανία με το Brexit, μια αδύναμη Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που υπό τον κ. Ομπάμα περιόρισαν την ανάμιξή τους στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Η κ. Μέρκελ σωστά επιμένει ότι το Βερολίνο θα πάει μπροστά μόνο με εταίρους. Η Γερμανία δεν έχει τους οικονομικούς πόρους και τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ. Είναι καταδικασμένη από την ιστορία και τη γεωγραφία να συνεργάζεται με Ευρωπαίους συμμάχους, ακόμη και τώρα που η ΕΕ παλεύει να κρατήσει τη συνοχή της.
Φυσικά, η κ. Μέρκελ δεν θα ηγηθεί αν δεν κερδίσει τις εκλογές. Ως επικεφαλής του συντηρητικού μπλοκ των CDU/CSU, η καγκελάριος θα πρέπει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη που έχασε με το να κρατήσει ανοικτά τα σύνορα της Γερμανίας για τους πρόσφυγες το καλοκαίρι του 2015, κάτι που έγινε ακόμη πιο δύσκολο με την επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά τον περασμένο μήνα. Παρότι έχει επιμείνει πως είχε δίκιο εκείνη τη στιγμή, η κ. Μέρκελ έχει από τότε συσφίξει τους κανόνες για το άσυλο και έχει υποστηρίξει μια αμφιλεγόμενη συμφωνία για τους μετανάστες, μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
Η χώρα παραμένει διχασμένη, με το αντιμεταναστευτικό AfD να εκμεταλλεύεται και να επωφελείται από το αίσθημα κατά της κ. Μέρκελ. Έχει το προβάδισμα και θα κερδίσει στις φετινές εκλογές, αλλά στη διάρκεια της θητείας της το AfD θα μπορούσε να γίνει το πρώτο ακροδεξιό κόμμα από το 1945 και μετά, που θα βρεθεί στο γερμανικό κοινοβούλιο.
Σε περίπτωση που κερδίσει, η καγκελάριος θα κληθεί να κρατήσει την ΕΕ ενωμένη. Με το λαϊκισμό να είναι αχαλίνωτος, η αυξημένη συνεργασία δεν είναι εύκολο να εξασφαλιστεί. Θα πρέπει να πιέσει περισσότερο υπέρ κοινών πολιτικών για την ασφάλεια για να αντιμετωπίσει την τρομοκρατία και να διατηρήσει μια ενότητα στο θέμα των κυρώσεων προς τη Ρωσία, που επιβλήθηκαν λόγω της ουκρανικής κρίσης: στόχος θα πρέπει να είναι, να δείξει ότι η ΕΕ είναι ακόμη ικανή για αποφασιστική δράση και να συνεχίσει να πιέζει τη Μόσχα. Στις χώρες της Μεσογείου, όπου η ανεργία πυροδοτεί τον λαϊκισμό, θα πρέπει να επιτρέψει περισσότερη ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης.
Στο μεταξύ, η κ. Μέρκελ θα πρέπει να προσπαθήσει να βρει μια χρυσή τομή με τον κ. Τραμπ. Παρά τις υποσχέσεις του να ελαττώσει τις υποχρεώσεις των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, μπορεί να υπάρχει κοινό έδαφος στην αναχαίτιση της τρομοκρατίας από τους ισλαμιστές και στην προώθηση της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή. Η κ. Μέρκελ θα αναγκαστεί να προσπαθήσει σκληρά για να πείσει τον κ. Τραμπ ότι η προφανής συμπάθειά του για τον κ. Πούτιν είναι εξαιρετικά άστοχη.
Τέλος, όπως έχει επισημάνει και η ίδια, πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε να κερδηθεί μια δημόσια στήριξη υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Χωρίς αυτή, ο κόσμος θα είναι πιο φτωχός και πιο επικίνδυνος. Τα οφέλη, ωστόσο, θα πρέπει να μοιραστούν δίκαια.
Θα είναι μια δύσκολη επιδίωξη σε ένα εχθρικό περιβάλλον, αλλά ποιος είναι πιο κατάλληλος να προσπαθήσει από τη Γερμανίδα καγκελάριο;
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr