Η ομιλία που έδωσε πριν από 10 ημέρες η πρόεδρος της Fed, Τζάνετ Γέλεν, προσέλκυσε την προσοχή της κοινότητας των οικονομολόγων και αξίζει να παρουσιαστεί σε ένα ακόμα ευρύτερο κοινό.
Η μετριοπαθής της στόχευση (τιτλοφορείται «H μακρο-οικονομική έρευνα μετά την κρίση») είναι παραπλανητική. Εκτός από χρήσιμες συστάσεις για την έρευνα, τα λόγια της κα. Yellen έχουν πολύ πιο βαθιές προεκτάσεις, όπως η παραδοχή ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες ψάχνουν πολλές φορές στα τυφλά και ότι χρειάζεται η επιστροφή σε πιο επιθετικές πολιτικές για τη διαχείριση της ζήτησης από ότι παραδεχόταν μέχρι πρόσφατα η σύγχρονη μακρο-οικονομική θεωρία.
Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, η ομιλία αποτελεί ταυτόχρονα και ένα ερευνητικό πρόγραμμα και μάλιστα πολύ καλό.
Η κα Γέλεν θέτει τέσσερα (και ένα μισό) ερωτήματα, από τα οποία το πρώτο έχει λάβει με διαφορά την μεγαλύτερη προσοχή: μπορεί η τόνωση της ζήτησης (πόσο είναι διατεθειμένοι οι άνθρωποι να δαπανήσουν) από μόνη της να βοηθήσει να τονωθεί η προσφορά (πόσο είναι ικανή να παράγει η οικονομία); Είναι προφανές γιατί το ερώτημα μας ενδιαφέρει: αν η απάντηση είναι «ναι», τότε είναι εφικτή περισσότερη τόνωση με μικρότερο ρίσκο να υπερθερμανθεί η οικονομία και να προκληθεί πληθωρισμός.
Τα άλλα τρία ερωτήματα είναι: α) πως η «ετερογένεια» (το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, ειδικά όσον αφορά την πρόσβαση σε πίστωση) επηρεάζει τη ζήτηση και την αντίδραση της τελευταίας στη νομισματική πολιτική; β) Πως αλληλεπιδρά ο χρηματοοικονομικός τομέας με την ευρύτερη οικονομία; και γ) τι είναι αυτό που πραγματικά καθορίζει τον πληθωρισμό; (το μισό ερώτημα, που απλώς αναφέρει η κα. Yellen, είναι πως διαχέεται εκτός συνόρων η νομισματική πολιτική).
Τα ερωτήματα αυτά είναι εξαιρετικά εύστοχα: συμπυκνώνουν ακριβώς τα σημεία στα οποία πρέπει να εργαστούν οι μακρο-οικονομολόγοι (και σε μεγάλο βαθμό ήδη το κάνουν). Όπως φανερώνουν οι σκέψεις του συναδέλφου μου Κάρντιφ Γκαρσία για την ομιλία, είναι ερωτήματα που οδηγούν σε μια τρομακτικά φιλόδοξη επανεξέταση της μακρο-οικονομίας.
Αυτός είναι ο λόγος που η ομιλία της κα. Γέλεν, ένα πρότυπο καθαρής σκέψης και οξυδέρκειας, είναι ότι καλύτερο μπορεί να διαβάσει κανείς για να καταλάβει την μακρο-οικονομική σκέψη σήμερα, την κατεύθυνση της και ίσως το σημαντικότερο, την ανεπαρκή γνώση που είναι διαθέσιμη σε όσους έχουν το καθήκον να βγάλουν την οικονομία από την στενωπό.
Γιατί μολονότι η κα Γέλεν δεν θέλει σε καμιά περίπτωση να εκφράσει απόγνωση, απλώς χρειάζεται να αναγνωρίσει κανείς την προκείμενη της ομιλίας της -ότι η μακρο-οικονομολόγοι δεν γνωρίζουν πολύ καλά αν η ζήτηση επηρεάζει την προσφορά, πως συμπεριφέρεται μια οικονομία που απαρτίζεται από διαφορετικά άτομα, ποια είναι η σημασία του χρηματοοικονομικού τομέα και τι καθορίζει τον πληθωρισμό- για να διερωτηθεί ποια ελπίδα υπάρχει να πάρουν τις σωστές αποφάσεις οι κεντρικοί τραπεζίτες.
Οι απαντήσεις που μπορεί να προκύψουν από τα ερευνητικά ερωτήματα της κα. Γέλεν μπορεί να περιλαμβάνουν ορισμένες νέες και πιθανότατα ριζοσπαστικές συνταγές.
Συγκεκριμένα, το πρώτο ερώτημα, σχετικά με το αν ένα πιο επιθετικό πάτημα στο πεντάλ της συνολικής ζήτησης μπορεί από μόνο του να αυξήσει το όριο ταχύτητας της οικονομίας, προδίδει μια πολύ μεγαλύτερη διάθεση να διατηρηθεί για μεγαλύτερο διάστημα η χαλαρή νομισματική πολιτική. Η κα Γέλεν καταλήγει σε αυτό ρητά ως ένα πιθανό συμπέρασμα. Στο πλαίσιο αυτό, ο Τιμ Ντάι (ένας από τους καλύτερους παρατηρητές της Fed) σημειώνει ότι οι επισημάνσεις της Γέλεν είναι απολύτως σύμφωνες με την παραδοχή πως η οικονομία δεν βρίσκεται προς το παρόν σε υπερθέρμανση, παρά με την σκέψη πως η υπερθέρμανση είναι ένα ρίσκο που αξίζει να λάβει κανείς γιατί ενθαρρύνει την ενίσχυση της προσφοράς. (Ωστόσο, ο κ. Ντάι αναγνωρίζει πως τόσο η Γέλεν όσο και ο αντιπρόεδρος της, Στάνλεϊ Φίσερ, έχουν επηρεαστεί από τις απόψεις της συναδέλφου τους Λάελ Μπρέιναρντ στη Fed, η οποία τάσσεται υπέρ πιο υποστηρικτικών πολιτικών).
Αλλά ακόμα και αν ληφθεί αποκλειστικά ως ένα ερευνητικό ερώτημα, το πιθανότερο είναι πως οι απαντήσεις θα κυμαίνονται από «αρνητικά ευρήματα» που θα συνέχιζαν να δικαιολογούν την τρέχουσα στάση της Fed μέχρι αποτελέσματα που θα υποστήριζαν μια ακόμα μεγαλύτερη τόνωση σε περιόδους ανάκαμψης. Με άλλα λόγια, ακόμα και το συμπέρασμα που θα είναι λιγότερο ευνοϊκό για τη λήψη υποστηρικτικών πολιτικών, θα δικαιολογεί τη συνέχιση του status quo.
Το ίδιο αφορά πιθανότατα και τα άλλα ερωτήματα. Η Γέλεν αναφέρει πολλές τρέχουσες έρευνες που παίρνουν πολύ σοβαρά την ετερογένεια, τις χρηματοοικονομικές συνδέσεις και τον σχηματισμό των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Καταλήγουν σε ευρήματα που δείχνουν ότι η αντίσταση στην οικονομική ανάκαμψη είναι μεγαλύτερη, η μετάδοση των πολιτικών της Fed στην συνολική ζήτηση πιο αδύναμη και το ρίσκο υπερθέρμανσης από μια τόνωση της ζήτησης λιγότερο ανησυχητικό, από ότι θα επέτρεπε μια πιο απλή ανάλυση.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα επιχείρημα υπέρ μιας πιο ισχυρής τόνωσης από την Fed σε περιόδους ύφεσης και ανάκαμψης και για πολύ πιο αυστηρή πολιτική απέναντι στην «παράλογη ευφορία» σε περιόδους ταχείας ανάπτυξης.
Mε άλλα λόγια, το ερευνητικό πρόγραμμα της Γέλεν, απηχεί και άλλες πρόσφατες εκκλήσεις για μια διαχείριση της συνολικής ζήτησης που είναι πιο ενεργητική και μεγαλύτερης έντασης. Ορισμένα από τα επιχειρήματα, όπως η δυνητική επίπτωση της ζήτησης στην προσφορά, είναι τα ίδια. Στα παραδείγματα περιλαμβάνονται οι όλο και πιο ηχηρές εκκλήσεις του ΔΝΤ για μακρο-οικονομική τόνωση και η υπεράσπιση του οικονομολόγου του Λευκού Οίκου, Τζέισον Φούρμαν για μια «νέα αντίληψη» που θα επιτρέπει μια πιο ενεργητική δημοσιονομική πολιτική.
Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει κάτι καινούργιο στις απόψεις αυτές, τουλάχιστον στα συμπεράσματα τους για τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν, παρά μόνο τα επιχειρήματα που τις στηρίζουν. Είναι σε μεγάλο βαθμό σύμφωνες με τις παλιές κεϋνσιανές αντιλήψεις, που απαιτούν επιθετική διαχείριση της ζήτησης με δημοσιονομικά και νομισματικά εργαλεία, σε συνδυασμό με μια εγρήγορση απέναντι στις μη βιώσιμες ανισορροπίες της χρηματοοικονομικής αγοράς, που παρουσίασε ο ίδιος ο Κέϋνς.
Η «νεο-κεϋνσιανή» προσέγγιση που έχει κυριαρχήσει στη μακρο-οικονομική σκέψη τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η οποία χαρακτηρίζεται από επιφυλάξεις σχετικά με το τι μπορεί να επιτύχει μια πιο ενεργητική διαχείριση της ζήτησης, αμφισβητείται πλέον από έναν επεξεργασμένο παλαιο-κεϋνσιανισμό.