Κάτι συνέβη στο Παρίσι. Αχτίδες φωτός διαφαίνονται μέσα από τη συννεφιά. Η φημισμένη γαλλική κατήφεια βάλλεται, αν όχι από κάτι τόσο «μη γαλλικό» όσο ο ενθουσιασμός, τουλάχιστον από στιγμές χαράς. Η Βρετανία δείχνει έτοιμη να φύγει από την ίδια της την ήπειρο. Ένας νέος πρόεδρος στην Ουάσινγκτον οδηγεί τις ΗΠΑ σε αντιδραστικό απομονωτισμό. Κάθε πολιτική ιστορία, φαίνεται, έχει κακό τέλος. Κι αν η Γαλλία αψηφήσει αυτή την τάση;
Το δημοψήφισμα για το Brexit έχει πλήξει σημαντικά τη συνοχή της Ευρώπης. Η άφιξη του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο έχει θέσει υπό αμφισβήτηση το μέλλον αυτού που παλιά ονομάζαμε Δύση. Με το δικό τους τρόπο, οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία είναι σημαντικές. Μια νίκη της Μαρίν Λεπέν, της ηγέτιδας του ακροδεξιού και ισλαμοφοβικού Εθνικού Μετώπου, μπορεί να γίνει η ταφόπλακα της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Η ΕΕ μπορεί επιβιώσει μετά την αποχώρηση της Βρετανίας. Αλλά όχι αφού φύγει η Γαλλία.
Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από λαϊκίστικες εξεγέρσεις, θα ήταν απερίσκεπτο να προβλέψει κανείς το αποτέλεσμα των εκλογών. Η Γαλλία έχει εγκλωβιστεί σε οικονομική στασιμότητα για το μεγαλύτερο μέρος μιας ολόκληρης δεκαετίας. Έχει σταθεί το θύμα των πιο σκληρών επιθέσεων από τρομοκράτες ισλαμιστές. Η δημοτικότητα του προέδρου Φρανσουά Ολάντ έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια ποσοστά. Μετά το Brexit και τον κ. Τραμπ, δεν είναι τρομερά δύσκολο να φανταστεί κανείς πως τα πτώματα της «νέας γαλλικής επανάστασης» αυτή τη φορά θα είναι η πολιτική της τάξη.
Ίσως. Αλλά το Παρίσι δεν αισθάνεται έτσι. Επιχειρηματικοί ηγέτες που για χρόνια γκρίνιαζαν για την οικονομική δυσκαμψία της Γαλλίας, ξαφνικά δείχνουν αισιόδοξοι. Νέοι επιχειρηματίες στην τεχνολογία, που σε άλλη περίπτωση μπορεί να έφευγαν για το Λονδίνο ή την Νέα Υόρκη, συγκεντρώνουν κεφάλαια στη χώρα τους. Τα ψηφιακά κέντρα του Παρισιού είναι ζωντανά. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αφοσίωση του εκλογικού σώματος σε ένα ακόμη μεγαλύτερο κράτος, φθίνει.
Η βάση στήριξης της κ. Λεπέν από εκείνους που «έχουν μείνει πίσω», τους ηλικιωμένους και τους ξενοφοβικούς, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Βάσει των σημερινών τάσεων, έχει εξασφαλισμένη μια θέση στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Αλλά και πάλι. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν έχουν οδηγήσει στις αποφασιστική μεταστροφή στην ισλαμοφοβία που ήλπιζε το Εθνικό Μέτωπο.
Ο αποκρουστικός εθνικισμός του κ. Τραμπ έχει σταθεί ισχυρή υπενθύμιση πως τα συμφέροντα της Γαλλίας συνάδουν με μια συνεκτική Ευρώπη. Η δέσμευση της κ. Λεπέν να επαναφέρει το φράγκο αντικαθιστώντας το ευρώ, δεν έχει καταφέρει να κερδίσει έδαφος. Ίσως η Γαλλία αποδειχθεί το μέρος όπου θα αντιστραφεί το λαϊκίστικο ρεύμα.
Πολύ σωστά, ο κ. Ολάντ επέλεξε να μην βάλει υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία. Απουσία του, το Σοσιαλιστικό κόμμα έχει επιλέξει τον Μπενουά Αμόν, ένα τυπικό μέλος της Αριστεράς. Ο κ. Αμόν δεν μοιάζει μόνο επιφανειακά στον Τζέρεμι Κόρμπιν, τον ηγέτη του βρετανικού Εργατικού κόμματος. Οι δύο άνδρες προτιμούν να ηγούνται ομάδων διαμαρτυρίας παρά να διευρύνουν την ελκυστικότητά τους στους ψηφοφόρους. Ο κ. Αμόν θα χάσει και κατά πολύ στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Αλλά από την άλλη, όπως ισχύει και για τον κ. Κόρμπιν, η διαφύλαξη της ιδεολογικής αθωότητας της Αριστεράς φαίνεται πιο σημαντικό καθήκον από τη διακυβέρνηση.
Το περισσότερο νεύρο στην προεκλογική εκστρατεία, έχει μέχρι στιγμής προέλθει από τον Εμανουέλ Μακρόν, τον επενδυτικό τραπεζίτη που έγινε πολιτικός και ηγήθηκε ενός νέου κεντρώου κινήματος. Ο 39χρονος διετέλεσε υπουργός Οικονομίας του κ. Ολάντ, πριν παραιτηθεί για να δημιουργήσει το κίνημα «Εμπρός» (En Marche!) Ο κ. Μακρόν είναι «προϊόν» της ελίτ, απόφοιτος της περίφημης Εθνικής Σχολής Διοίκησης. Αλλά, παίρνοντας το σύνθημά του από τους λαϊκιστές, έχει λανσάρει τον εαυτό του ως outsider.
Το Εμπρός παρουσιάζει τον εαυτό του περισσότερο ως κίνημα και όχι ως κόμμα. Υποψήφιοι για τις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης θα επιλεχθούν μέσω μιας ανοικτής, διαδικτυακής διαδικασίας. Χιλιάδες έχουν συμμετάσχει στις διαδηλώσεις, προκειμένου να ακούσουν τις ομιλίες του κ. Μακρόν για οικονομικό εκσυγχρονισμό στη Γαλλία και γαλλική ηγεσία στην Ευρώπη. Η καμπάνια θυμίζει ελαφρώς Τόνι Μπλερ.
Η προθυμία του να πάρει ρίσκα –στην αρχή τον είχαν ξεγραμμένο οι περισσότεροι σχολιαστές- έχει ανταμειφθεί με καλή τύχη. Ο κ. Αμόν πιθανώς θα οδηγήσει πολλούς μετριοπαθείς σοσιαλιστές στις αγκάλες του Εμπρός. Και ο κ. Μακρόν έχει παρομοίως «ευλογηθεί» από τις πρόσφατες ταλαιπωρίες του Φρανσουά Φιγιόν, του υποψηφίου των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικάνων.
Μέχρι πριν από περίπου μία εβδομάδα, ο πρώην πρωθυπουργός κ. Φιγιόν ήταν οπωσδήποτε το φαβορί για την προεδρία. Αφοσιωμένος καθολικός, γκωλιστής και υπέρμαχος ριζοσπαστικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων, προηγούνταν κατά πολύ του κ. Μακρόν. Αλλά έτσι είναι η Γαλλία. Ο κ. Φιγιόν «έπεσε» αφότου κατηγορήθηκε ότι δημιούργησε θέσεις εργασίας για τη σύζυγο και τα παιδιά του και χρησιμοποίησε δημόσια χρήματα για τους πληρώνει. Εκείνος αρνείται τους ισχυρισμούς, αλλά η εικόνα αστυνομικών να εισβάλουν στο γραφείο του στο γαλλικό κοινοβούλιο, δεν έχει ευνοήσει την υπόληψη ενός υποψήφιου που επικαλούνταν ηθική υπεροχή.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο κ. Φιγιόν έχει μικρή διαφορά από τον κ. Μακρόν καθώς ανταγωνίζονται για το ποιος θα αντιμετωπίσει την κ. Λεπέν στο δεύτερο γύρο. Το σκάνδαλο μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο για την υποψηφιότητά του. Ο Αλέν Ζιπέ, ο επιλαχών στους προκριματικούς γύρους των Ρεπουμπλικάνων, ετοιμάζεται.
Αυτό που μπορεί να είναι ακόμη πιο σημαντικό από τα ονόματα στο ψηφοδέλτιο, ωστόσο, είναι οι ενδείξεις ότι ένα κρίσιμο κομμάτι των ψηφοφόρων έχει αποφασίσει ότι η Γαλλία χρειάζεται μεταρρυθμίσεις –ότι τα προνόμια των μεσήλικων και των ηλικιωμένων δεν μπορούν να επισκιάζουν για πάντα τα συμφέροντα των νέων ανέργων. Η κ. Λεπέν δεν μπορεί να ισχυριστεί πως μόνο εκείνη αναζητά την αλλαγή.
Το στοίχημα κατά του οικονομικού εθνικισμού και της πολιτικής που ευνοεί ορισμένες κοινωνικές ομάδες που «πουλάνε» οι λαϊκιστές, έχει αποδειχτεί ακριβή ενασχόληση την τελευταία χρονιά. Αλλά δεν υπάρχει κανένας μη αναστρέψιμος νόμος που να λέει ότι ο θυμός θα είναι από εδώ και στο εξής το κυρίαρχο συναίσθημα στην πολιτική. Η Γαλλία μπορεί να εκπλήξει, εμάς αλλά και τον εαυτό της.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr