Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας είναι αποφασισμένος να δράσει. Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ όμως δεν ασπάζεται αυτή την αποφασιστικότητα αναφέρουν οι Financial Times.
Φαίνεται πως ο Μάριο Ντράγκι θα πάρει το Μάρτιο αυτό που ζήτησε το Δεκέμβριο –κι άλλη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Αυτό είναι ευπρόσδεκτο. Θα επιτρέψει στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επαναθεσπίσει την εξουσία του –αλλά δε θα αναιρέσει πραγματικά τη ζημία που επέφερε η αποτυχία της ΕΚΤ να δράσει πιο αποφασιστικά στα τέλη του περασμένου χρόνου.
Η ΕΚΤ έχει τοποθετήσει τον εαυτό της σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση. Χάνει το στόχο που είχε θέσει για τις πολιτικές –ένα βασικό ποσοστό πληθωρισμού «κοντά αλλά κάτω από 2%»- εδώ και τέσσερα χρόνια. Ο στόχος έχει χάσει την αξιοπιστία του. Μόλις ο κόσμος χάνει την εμπιστοσύνη του σε έναν στόχο για πληθωρισμό, γίνεται πολύ δύσκολο για την κεντρική τράπεζα να τον πείσει να τον εμπιστευτεί ξανά.
Ήταν συγκινητικό να ακούει κανείς τον κ. Ντράγκι να μιλά την περασμένη Πέμπτη για την αποτυχία να πιάσει ένα στόχο, για μια επόμενη προσπάθεια και για μια ακόμη αποτυχία. Δεν αμφισβητώ την αποφασιστικότητά του, αλλά τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου, μας λένε πως δεν υποστηρίζουν όλοι το στόχο με τον ίδιο τρόπο. Τα πρακτικά δεν αναφέρουν ονόματα. Γνωρίζουμε τι έχει ειπωθεί, αλλά δεν ξέρουμε από ποιον.
Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν δύο συγκεκριμένα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν από κάποια από το μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενάντια σε περαιτέρω αύξηση του μεγέθους των αγορών περιουσιακών στοιχείων –στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που στοχεύει στην αναβίωση της οικονομίας της ευρωζώνης.
Ένας ανέφερε ότι δε θα δεχθεί περαιτέρω αύξηση στην ποσοτική χαλάρωση εκτός κι αν η ευρωζώνη βρεθεί ξανά σε αποπληθωρισμό. Το έμμεσο μήνυμα αυτής της δήλωσης ήταν πως ο πολιτικός στόχος αυτού του συγκεκριμένου διοικητή πρέπει να είναι 0%, όχι 2%. Εκείνος θα δράσει μόνο στην περίπτωση που οι τιμές πράγματι πέσουν.
Ένα άλλο επιχείρημα ήταν πως οι θετικές συνέπειες της ποσοτικής χαλάρωσης ελαττώνονται με τον καιρό, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις, όπως η πιθανή χρηματοπιστωτική αστάθεια, δε μειώνονται. Αυτό το επιχείρημα είναι έξυπνο αλλά επίσης δε συνάδει με το στόχο της πολιτικής.
Είναι έξυπνο με την έννοια πως ολοκληρώνει τον εαυτό του: αν διαλέξεις να μην αυξήσεις το επίπεδο της QE, τότε οι συνέπειές της μειώνονται με τον καιρό. Και, φυσικά, όταν η πολιτική δε λειτουργεί, οι αντίθετες επιπτώσεις μπορεί να κυριαρχήσουν.
Η αντίληψη της ισχνής στήριξης για τον πολιτικό στόχο επεκτείνεται επίσης στα πρώην μέλη του διοικητικού συμβουλίου, των οποίων το πνεύμα εξακολουθεί να στοιχειώνει τους λαμπερούς δίδυμους πύργους της έδρας της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη.
Ένας από αυτούς είναι ο Otmar Issing, πρώην μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Ο κ. Issing τόνισε στην Börsen-Zeitung, μια γερμανική οικονομική εφημερίδα, πως θα ήταν σωστό αν έπαιρνε περισσότερο χρόνο να επιτευχθεί ο στόχος για τον πληθωρισμό. Αυτή τη στιγμή, ο χρονικός ορίζοντας καθορίζεται ως μια μεσοπρόθεσμη περίοδος, το οποίο γενικά μεταφράζεται ως δύο με τρία χρόνια. Μια μεγαλύτερη περίοδος θα περιόριζε την ανάγκη η ΕΚΤ να δράσει άμεσα.
Τα σχόλιά του επιβεβαιώνουν κάτι που είχα υποπτευθεί εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να επιβεβαιώσω: Τον ενδιαφέρει αν ο πληθωρισμός είναι πάνω από το στόχο, αλλά τον νοιάζει λιγότερο όταν είναι χαμηλά. Ο στόχος γίνεται ασύμμετρος.
Γνωρίζουμε πως ο διάδοχός του, ο Jürgen Stark, ποτέ δεν πίστεψε σε αυτό. Για εκείνον ο στόχος ήταν απλά η σταθερότητα στις τιμές χωρίς περαιτέρω πιστοποιήσεις, πόσο μάλλον αριθμητικό ορισμό. Είχε ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό του τύπου «το αναγνωρίζουμε όταν το δούμε», σαν τον ορισμό της πορνογραφίας από έναν πρώην δικαστή του αμερικανικού ανώτατου δικαστηρίου.
Ο Γενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Bundesbank, είναι στο ίδιο στρατόπεδο με τον κ. Issing. Ποτέ δεν αποστασιοποιήθηκε ρητά από το στόχο της ΕΚΤ για σταθερότητα τιμών, αλλά είναι εμφανώς απρόθυμος να ακολουθήσει την τακτική του κ. Ντράγκι του να «κάνουμε ό,τι χρειαστεί».
Το οικονομικό σύστημα της Γερμανίας έχει το δικό του ανεπίσημο στόχο για τον πληθωρισμό, τον οποίο θα τοποθετούσα σε ένα εύρος 0-2%. Αν ο στόχος είναι αυτός, δε χρειάζεται να αναληφθεί πολιτική δράση αυτή τη στιγμή.
Επομένως όταν ο κ. Ντράγκι λέει, όπως έκανε την περασμένη Πέμπτη, ότι «δεν υπάρχουν όρια στο πόσο είμαστε πρόθυμοι να αναπτύξουμε τα εργαλεία μας στο πλαίσιο των εντολών μας», έχει δίκιο από τεχνική άποψη, αλλά αυτό δε λέει ολόκληρη την ιστορία σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία σχετικά με το πώς αντιλαμβάνονται την εντολή.
Τα πρακτικά του Δεκεμβρίου αποκαλύπτουν επίσης άλλο ένα πρόβλημα. Κάποια από τα σχόλια –και πάλι δεν ξέρουμε από ποιον- καταδεικνύουν μια εξαιρετική έλλειψη κρίσης. Για παράδειγμα, τουλάχιστον ένας διοικητής εξέφρασε εμπιστευτικά την άποψη πως η επιβράδυνση στην Κίνα και τις αναδυόμενες αγορές αποτελεί μόνο μια «παρεμβολή» που θα έπρεπε κανείς ευχαρίστως να αγνοήσει. Επακόλουθα γεγονότα έχουν δείξει πως αυτή η αισιοδοξία ήταν εντελώς άστοχη.
Ένας άλλος είπε ότι ο δομικός πληθωρισμός– ο οποίος δεν περιλαμβάνει μεταβλητές τιμές όπως εκείνες του πετρελαίου και των τροφίμων- επιτέλους κινείται προς τα πάνω. Αυτό δεν ήταν αλήθεια. Τα πιο πρόσφατα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα τη στιγμή του meeting έδειξαν ότι η τάση ήδη μεταστρεφόταν. Από τότε έχει μεταστραφεί κι άλλο.
Για ‘μένα, όλα αυτά δείχνουν πως, ως θεσμός, η ΕΚΤ είναι μόνο εν μέρει αφοσιωμένη στο στόχο που έχει θέσει. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους εξακολουθεί να μην πιάνει το στόχο της.
Δεν αμφισβητώ την αποφασιστικότητα του κ. Ντράγκι, αλλά δεν έχω κανένα λόγο να περιμένω πως το διοικητικό συμβούλιο ως σύνολο θα δράσει διαφορετικά από τον τρόπο με τον οποίο το έχει κάνει στο παρελθόν: Διστακτικά και αργά.
Πηγή: FT, Euro2day.gr