Τα μαρτύρια της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς δεν έχουν τελειωμό. Στις ιταλικές εκλογές στις 4 Μαρτίου, το Δημοκρατικό κόμμα, παρά τα όσα πέτυχε ως κυβέρνηση, πιθανότατα θα τερματίσει πίσω από τον κεντροδεξιό συνασπισμό του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και το αντι-συστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων.
Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, η σταθεροποίηση των τραπεζών και η επιστροφή μιας στάσιμης οικονομίας στην ανάπτυξη είναι αξιέπαινα επιτεύγματα, αλλά από ότι φαίνεται δεν αποτελούν συνταγή για νίκη στις εκλογές.
Την ίδια ημέρα, θα μάθουμε αν τα μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας στήριξαν την πρόταση της ηγεσίας για συμμετοχή σε μια ακόμα κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» με τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ. Η επιλογή με την οποία είναι αντιμέτωπο το SPD, διχασμένο και παγιδευμένο σε ένα καθοδικό σπιράλ, είναι επώδυνη. Το κόμμα είναι καταδικασμένο αν δώσει τα χέρια με το CDU και καταδικασμένο αν δεν το κάνει.
Η απόρριψη ενός μεγάλου συνασπισμού μπορεί να πυροδοτήσει την διενέργεια νέων εκλογών. Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, η στήριξη για το SPD ήταν στο ιστορικό χαμηλό του 15,5%, πίσω από την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), του πιο ανοιχτά ακροδεξιού κόμματος που έχει μπει ποτέ στην Bundestag. Δεν είναι απίθανο το AfD να ξεπεράσει το SPD αν γίνουν σύντομα εκλογές. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα στην πιο ισχυρή και πιο σταθερή δημοκρατία θα ισοδυναμούσε με ένα σεισμό στα θεμέλια της Ε.Ε.
Αλλά αν το SPD συνεργαστεί με το CDU, θα κινδυνεύσει να υποστεί μεγαλύτερο πλήγμα στην ταυτότητα και το όνομα του. Σε όλη την Ευρώπη, αντικαθεστωτικά κινήματα, συχνά από τον χώρο της άκρας δεξιάς, παίρνουν ψήφους από τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.
Σε όλες τις χώρες οι συνασπισμοί αυτοί καταλήγουν να πληγώνουν τα κεντροαριστερά κόμματα, καθώς μοιράζονται την ευθύνη για τις σφιχτές οικονομικές, δημοσιονομικές και κοινωνικές πολιτικές που αποξενώνουν τους ψηφοφόρους τους.
Το πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης άντεξε σε μεγάλο βαθμό το 2017 την επίθεση των αντι-συστημικών, λαϊκιστικών κομμάτων. Αλλά η επιτυχία αυτή απέκρυψε μια άλλη τάση: την συνεχιζόμενη κατάρρευση της κεντροαριστεράς. Το Σοσιαλιστικό κόμμα της Γαλλίας, το ολλανδικό Εργατικό κόμμα, και οι Τσέχοι Σοσιαλδημοκράτες υπέστησαν επώδυνες εκλογικές ήττες. Το ίδιο συνέβη και στο SPD, το οποίο κέρδισε το 20,5% των ψήφων στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η χειρότερη επίδοση του από την δημιουργία της ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γερμανίας το 1949.
Οι προοπτικές για τα επόμενα δύο χρόνια δεν είναι πιο αισιόδοξες. Στο Βέλγιο, το οποίο θα διεξάγει εκλογές το Μάιο του 2019, τα σκάνδαλα διαφθοράς περιορίζουν την στήριξη από τους άλλοτε κυρίαρχους γαλλόφωνους Σοσιαλιστές της Βαλόνης. Οι ολλανδόφωνοι σύντροφοι τους στην Φλάνδρα ελπίζουν να αντιστρέψουν την δική τους πτώση με το να ξεφορτωθούν τους ηγέτες της παλιάς φρουράς του κόμματος.
Τα αριστερά κόμμα θα γνωρίσουν μεγάλες ήττες στις εκλογές του Απριλίου στην Ουγγαρία και στις επόμενες εκλογές στην Πολωνία, το 2019. Είναι πολύ εύκολο να το αποδώσει κανείς αυτό απλά στη διάβρωση του κράτους δικαίου και του δίκαιου πολιτικού συναγωνισμού υπό τον Ούγγρο πρωθυπουργό, Βίκτορ Όρμπαν, και τον ισχυρό άντρα της Πολωνίας, Γιάροσλαβ Καζίνσκι.
Η ουγγρική αριστερά είναι διχασμένη και ταλαιπωρημένη από την αναποτελεσματικότητα που έδειξε ως κυβέρνηση πριν το 2010. Στην Πολωνία, όπου τα αριστερά κόμματα δεν κέρδισαν καμία έδρα το 2015, το συντηρητικό εθνικιστικό κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» είναι δημοφιλές κυρίως λόγω της υιοθέτησης αριστερόστροφων σοσιαλιστικών πολιτικών, με σημαντικότερα τα γενναιόδωρα επιδόματα τέκνου.
Όπως καταδεικνύει αυτό το παράδειγμα, η παρακμή της οργανωμένης σοσιαλδημοκρατίας δεν σημαίνει πως οι σοσιαλιστικές και οι οικονομικές πολιτικές που συνήθως είναι συνδεδεμένες με την αριστερά έχουν χάσει την απήχηση τους. Αντιθέτως, εκατομμύρια ψηφοφόροι θέλουν ένα προστατευτικό κοινωνικό κράτος και είναι θυμωμένοι για τις περιστασιακές θέσεις εργασίας, την κοινωνική ανασφάλεια και την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση.
Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι απλά δεν εμπιστεύονται την κεντροαριστερά. Την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, πολλοί Σοσιαλδημοκράτες ανέχτηκαν τις χειρότερες υπερβολές του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού και στην συνέχεια συνεργάστηκαν με την κεντροδεξιά για να κάνουν τους λιγότερο ευνοημένους να πληρώσουν τον λογαριασμό. Οι ψηφοφόροι περιφρονούν την κεντροαριστερά γιατί δεν αναγνωρίζει τη σημασία της εθνικής ταυτότητας και γιατί δεν έχει το κουράγιο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ανακύπτουν από την μετανάστευση στις τοπικές κοινωνίες.
Η προοδευτική, διεθνιστική οπτική της σοσιαλδημοκρατίας είναι ωραία και καλή. Αλλά όσο περισσότερο καθυστερεί να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες των ψηφοφόρων για τις πολιτιστικές αξίες και την κυρίαρχη οικονομική ανασφάλεια, τόσο πιο γρήγορα η παλιά κεντροαριστερά θα σκάψει τον ίδιο της τον τάφο.
Ενδεχομένως το πιο ασυνήθιστο πείραμα στην ανανέωση της κεντροαριστεράς λαμβάνει χώρα στους Σοσιαλδημοκράτες της Δανίας. Η Μέτε Φρεντερίκσεν, η ηγέτης του κόμματος από το 2015, συνδυάζει μια σκληρή στάση στους μετανάστες και τους πρόσφυγες με μια κριτική του «άρρωστου καπιταλισμού» και μια προστασία του κοινωνικού κράτους.
Σε τέτοια θέματα, οι Σοσιαλδημοκράτες κάνουν το μη συμβατικό βήμα να καταλάβουν το πεδίο του λαϊκιστικού, ξενοφοβικού Λαϊκόυ Κόμματος της Δανίας.
Σε ένα βαθμό η κρίση της κεντροαριστέρας είναι μέρος μιας γενικότερης κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην Ευρώπη. Αυτό προσφέρει μια μικρή μόνο ανακούφιση. Ούτε καν το SPD, το πιο ιστορικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ευρώπης, δεν έχει θεϊκό δικαίωμα να υπάρχει.
Για να μην καταλήξουν οι ιστορικοί του μέλλοντος ότι η σοσιαλδημοκρατία κατέρρευσε στις αρχές του 21ου αιώνα, τώρα είναι η ώρα για την κεντροαριστερά να προσφέρει απαντήσεις σε ερωτήματα που έχει αποφύγει για πολύ καιρό.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr