Εξαγορές αξίας άνω των 50 δισ. δολαρίων προχώρησαν την Τετάρτη σε ένα κύμα από ντιλ, στο οποίο οι όγκοι συμφωνιών παγκοσμίως ξεπέρασαν το 1,2 τρισ. δολάρια, οδηγώντας σε ένα τρίμηνο που έσπασε κάθε ρεκόρ.
Σε μία τελευταία ένδειξη του τρόπου με τον οποίο ανυπόμονα διοικητικά συμβούλια πυροδοτούν αριθμό ρεκόρ «μέγκα-ντιλ», η κορυφαία φαρμακευτική εταιρεία της Ιαπωνίας, Takeda, αποκάλυψε ότι σκέφτεται την αγορά της ιρλανδικής αντίπαλης Shire, έναντι 40 δισ. δολαρίων.
Η Concho Resources, αμερικανική εταιρεία πετρελαίου και αερίου, συμφώνησε να αγοράσει την αντίπαλη RSP Permian για 9,5 δισ. δολάρια, συμπεριλαμβανομένου χρέους και ο όμιλος CME, το Χρηματιστήριο του Σικάγο, συμφώνησε να αγοράσει το γκρουπ Nex σε μία συμφωνία που αποτίμησε τον βρετανικό όμιλο σε σχεδόν 3,9 δισ. στερλίνες (5,5 δισ. δολάρια).
Παρά το αυξανόμενο επίπεδο πολιτικής αβεβαιότητας, το ενδεχόμενου εμπορικού πολέμου κατά της Κίνας, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και των αγχωτικών διαπραγματεύσεων σχετικά με το Brexit, οι εταιρείες έχουν πετύχει με έναν πρωτοφανή αριθμό μεγάλων εξαγορών φέτος. Η αξία των ντιλ αξίας άνω των 5 δισ. δολαρίων είναι σε υπερτριπλάσια επίπεδα σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με στοιχεία του Thomson Reuters.
Περισσότερα από τα μισά της αξίας του 1,2 τρισ. δολαρίων των εξαγορών στο πρώτο τρίμηνο – πρόκειται για την πιο γρήγορη έναρξη χρονιάς όλων των εποχών – έχουν αξία περισσότερη από 5 δισ. δολάρια.
Το συνολικό επίπεδο δραστηριότητας καταγράφει άνοδο άνω του 67% σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα και περίπου ένα τρίτο περισσότερο από το 2007, που ήταν το προηγούμενο υψηλό σημείο-ορόσημο εξαγορών.
Η άνοδος στις μεγάλες αγοραπωλησίες – με περισσότερα από 20 ντιλ αξίας τουλάχιστον 10 δισ. δολαρίων – έχει πάρει ώθηση από την επιθυμία των διοικητικών συμβουλίων να απομακρύνουν διασπαστικές τεχνολογικές απειλές και να επιταχύνουν την ανάπτυξη, σύμφωνα με τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους που μίλησαν στους Financial Times.
Τα ντιλ έχουν πάρει ώθηση από την επιταχυνόμενη παγκόσμια ανάπτυξη και την ισχυρή επιχειρηματική εμπιστοσύνη, καθώς και από τις φορολογικές περικοπές στις ΗΠΑ την περασμένη χρονιά, που έχουν προσθέσει δυναμική για πολύτιμες εξαγορές.
«Σε ένα περιβάλλον όπου η ανάπτυξη έχει επιστρέψει, οι εταιρείες νιώθουν την πίεση να δικαιολογήσουν τους πολλαπλασιαστές με τους οποίους τελούν υπό διαπραγμάτευση», είπε ο Alison Harding-Jones, επικεφαλής Εξαγορών και Συγχωνεύσεων της Citigroup, για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Το κλείσιμο των συμφωνιών στην Ευρώπη έχει υπερδιπλασιαστεί από τα περσινά επίπεδα, οδηγούμενο από την αυξανόμενη δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Ισπανία και την Ολλανδία. Κάποιοι τραπεζίτες και δικηγόροι αναμένουν ότι θα επιταχυνθεί ο ρυθμός των εκποιήσεων, ανοίγοντας την πόρτα για τα private equity groups.
Αυτό διαφαινόταν στο ντιλ των 10,1 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένου χρέους, που κλείστηκε αυτή την εβδομάδα μεταξύ της Carlyle και της ολλανδικής εταιρείας κατασκευής χρωμάτων Akzo Nobel, για την επιχείρηση της τελευταίας, που ειδικεύεται σε χημικά. Η εξαγορά είναι ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά ντιλ από private equity των τελευταίων ετών.
Ο Stephen Arcano, επικεφαλής M&A της Skadden, είπε ότι οι εταιρείες ήταν προσεκτικές σχετικά με τους ενδεχόμενους πολιτικούς κινδύνους, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο ρυθμός των συζητήσεων για ντιλ θα επιβραδυνθεί αργότερα μέσα στη χρονιά.
Παρακάτω, η ομάδα εταιρικών οικονομικών και ντιλ των FT επέλεξαν κάποια από τα σημαντικά θέματα που αναδείχθηκαν στο πρώτο τρίμηνο.
Η Morgan Stanley ξεπερνάει την Goldman Sachs
Η Morgan Stanley εκθρόνισε την αντίπαλό της Goldman Sachs από την κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης εξαγορών και συγχωνεύσεων (M&A) το πρώτο τρίμηνο του 2018, λόγω ενός σερί μεγάλων συμφωνιών (megadeals) στους πρώτους τρεις μήνες του έτους.
Η Morgan Stanley παρείχε συμβουλές σε αγοραστές και πωλητές σε όλο τον κόσμο για συμφωνίες συνολικής αξίας 385 δισ. δολαρίων, περίπου ένα τρίτο περισσότερο από τις συναλλαγές αξίας 264 δισ. δολαρίων, για τις οποίες συμβούλευσε η Goldman, κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, σύμφωνα με το Thomson Reuters.
Το συμβουλευτικό τμήμα υπό την ηγεσία του Robert Kindler, αντιπροέδρου της Morgan Stanley και παγκόσμιου επικεφαλής M&A, δούλεψε πάνω σε λιγότερα ντιλ από ότι η Goldman κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου – 65 σε σύγκριση με 85 – αλλά σε σημαντικά πιο μεγάλου μεγέθους συναλλαγές.
Η Morgan Stanley ήταν σύμβουλος σε έξι από τα 10 μεγάλα ντιλ, συμπεριλαμβανομένου και αυτό της αμερικανικής ασφαλιστικής υγείας Cigna ύψους 68,5 δισ. δολαρίων για την εξαγορά της εταιρείας παροχής φαρμακευτικών υπηρεσιών Express Scripts και του ευρωπαϊκού ομίλου μέσων ενημέρωσης Sky, τον οποίο προσέγγισε η αμερικανική καλωδιακή εταιρεία Comcast, σε ένα ντιλ αξίας 39,8 δισ. δολαρίων.
Αν και τα δεδομένα για τη Morgan Stanley επηρεάστηκαν ελαφρώς από την τελική απόφαση της Unilever για επιλογή του Ρότερνταμ από το Λονδίνο όσο αφορά την μοναδική νομική βάση της – την οποία το Thomson Reuters αποτίμησε ως συναλλαγή ύψους 90,5 δισ. δολαρίων – η επενδυτική τράπεζα της Νέας Υόρκης θα ολοκληρώσει το τρίμηνο στην κορυφή.
Η JPMorgan Chase και η Citibank ακολούθησαν τις δύο επενδυτικές τράπεζες στην τρίτη και τέταρτη θέση της κατάταξης, αντιστοίχως. Η Centerview Partners, που «σκαρφάλωσε» από την 21η θέση στην πέμπτη θέση της κατάταξης. Ηταν η μόνη μικρή επενδυτική τράπεζα που κατάφερε να μπει στο top 10.
Κίνα: Η ρυθμιστική αβεβαιότητα προκαλεί υποτονική όρεξη
Οι τραπεζίτες και οι δικηγόροι κατηγορούν τη ρυθμιστική αβεβαιότητα και τις νευρικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την μείωση 15% μέχρι στιγμής φέτος στο κλείσιμο κινεζικών ντιλ εκτός συνόρων.
Οι κινεζικές εταιρείες ξόδεψαν μόλις 25,2 δισ. δολάρια σε υπεράκτια ενεργητικά το πρώτο τρίμηνο, ενώ ο αριθμός των ντιλ υποχώρησε στο πιο χαμηλό σημείο από το 2005, σύμφωνα με στοιχεία του Thomson Reuters.
Η μόνη διαπραγμάτευση μεγέθους, μέχρι στιγμής το 2018, ήταν η επένδυση της Geely ύψους 9 δισ. δολαρίων στη γερμανική Daimler, την ιδιοκτήτρια της Mercedes – Benz.
Πίσω από το χαμηλό αριθμό ντιλ είναι η χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ και η μεγαλύτερη αντίσταση στην εξαγορά αμερικανικής τεχνολογίας από την Κίνα. «Για μένα, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η ρυθμιστική αβεβαιότητα στις ΗΠΑ και το μέλλον τωv αμερικανο-κινεζικών σχέσεων», είπε η Miranda So, συνέταιρος της νομικής εταιρείας Davis Polk, με έδρα το Χονγκ Κονγκ. «Είναι αυτός ο κίνδυνος, που έχει κάνει υποτονική τη διάθεση για εξωχώρια ντιλ».
Σε έκθεση για επιβολή νέων δασμών στις κινεζικές εξαγωγές την περασμένη εβδομάδα, οι ΗΠΑ ονομάτισαν διάφορες εταιρείες που έχουν επανειλημμένα αγοράσει αμερικανικές επιχειρήσεις και τεχνολογίες. Η κατηγορία από την αμερικανική κυβέρνηση είναι ότι η κινεζική πολιτική και τα φθηνά δάνεια από κρατικές τράπεζες ήταν πίσω από το κύμα ντιλ τα τελευταία τρία χρόνια.
Ωστόσο, η δραστηριότητα των M&A αναμένεται να αυξηθεί τους επόμενους μήνες, καθώς σταθεροποιείται η πολιτική κατάσταση στην Κίνα, αν και η προσοχή θα μπορούσε να μεταφερθεί εκτός ΗΠΑ. «Η νέα οικονομική ομάδα της κυβέρνησης είναι έτοιμη στο Πεκίνο και τα πάντα έχουν κανονιστεί», είπε ο Tang Zhenyi, πρόεδρος της επενδυτικής τράπεζας CLSA, με έδρα το Χονγκ Κονγκ.
«Τώρα οι εταιρείες μπορούν να επικεντρωθούν στην εξωστρέφεια τους, παγκοσμίως. Νομίζω ότι σημαίνει πως θα είναι μία μεγάλη χρονιά για τις κινεζικές εταιρείες που κάνουν ντιλ εκτός συνόρων».
Μια σειρά από ευαίσθητες πολιτικές επαφές ξεκίνησαν τον Οκτώβριο διέκοψαν τη ροή συμφωνιών το 2017, με εταιρείες όπως η HNA Group να περιμένουν περισσότερη διαύγεια ως προς το τι είδους επενδύσεις στο εξωτερικό θα τους επιτραπεί να πραγματοποιήσουν.
Η «καταστολή» των ΗΠΑ απειλεί την «ανεβασμένη» διάθεση
Η καταστολή ήταν γρήγορη, όπως και αναπάντεχη. Με μια λιτή διαταγή, νωρίτερα αυτό το μήνα, η αμερικανική κυβέρνηση έδρασε ώστε, ουσιαστικά, να μπλοκάρει τις προοπτικές της μεγαλύτερης εξαγοράς όλων των εποχών στο χώρο της τεχνολογίας: την ύψους 142 δισ. δολαρίων εξαγορά της Qualcomm από την εγκατεστημένη στη Σιγκαπούρη Broadcom.
Η χρήση ανησυχιών για την «εθνική ασφάλεια» από τον Ντ. Τραμπ για να μπλοκάρει την εξαγορά που δεν είχε καν ολοκληρωθεί ήταν πρωτοφανής και τρόμαξε όσους εμπλέκονται στις εξαγορές σε όλο τον κόσμο σε μια στιγμή που η αμερικανική κυβέρνηση επιδιώκει περισσότερο προστατευτικές πολιτικές.
Δεν είναι βέβαιο αν θα υπάρξει περαιτέρω «πάγωμα» στην παγκόσμια αγορά εξαγορών/συγχωνεύσεων (M&A), αλλά προς ώρας διασυνοριακές συναλλαγές αυτού του είδους αντιστοιχούν σε πάνω από 511,7 δισ. δολάρια το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς. Το ποσό είναι 76% υψηλότερο από την αντίστοιχη περίοδο του 2017 και οι σύμβουλοι δεν βλέπουν κάποιο σημάδι κάμψης.
«Οι συζητήσεις για M&A παραμένουν εύρωστες παρά τις ανησυχίες για πιθανό αντίκτυπο από αλλαγές στις πολιτικές εμπορίου και ασφάλειας στις ΗΠΑ», δήλωσε ο Stephen Arcano, επικεφαλής M&A στη Skadden.
Ενας τομέας όπου η δράση των ΗΠΑ είχε αντίκτυπο, πάντως, ήταν οι συμφωνίες από την Κίνα με τις εταιρείες από τη χώρα να καταγράφουν μόλις 4% της δραστηριότητας του 2018 έως σήμερα. Οι εταιρείες των ΗΠΑ εμπλέχθηκαν σε συμφωνίες με το εξωτερικό ύψους 101 δισ. δολαρίων με τη μεγαλύτερη κίνηση να έρχεται από τον όμιλο καλωδίων Comcast καθώς προσπαθεί να σπάσει μια εξαγορά του βρετανικού δικτύου συνδρομητικής τηλεόρασης Sky.
Άλλες σημαντικές διασυνοριακές συναλλαγές της περιόδου περιλαμβάνουν ιταλική Atlantia και την ισπανική ACS που συνασπίστηκαν για να αποκτήσουν την Abertis, το σχήμα που έχει τις παραχωρήσεις ισπανικών αυτοκινητόδρομων.
Το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό ντιλ εντός ΗΠΑ έγινε το Γενάρη όταν το γκρουπ καταναλωτικών ειδών JAB Holding συμφώνησε να πληρώσει 18,7 δισ. ευρώ σε μετρητά για να αποκτήσει την εταιρεία κατασκευής αναψυκτικών Dr Pepper Snapple και να την συνδυάσει με την Keurig Green Mountain (αγορά καφέ) που της ανήκει.
Private equity: Ισχυρή ζήτηση τροφοδοτεί εξαγορές
Τα ντιλ από private equity είχαν το ισχυρότερο ξεκίνημα τα τελευταία πέντε χρόνια, ενισχυμένα από ποσά ρεκόρ που έχουν εισρεύσει στον κλάδο, καθώς θεσμικοί επενδυτές αναζητούν τρόπου να τονώσουν τις αποδόσεις τους.
Οι συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν με εξαγορές (buyout) άθροισαν 79,7 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο, 30% αύξηση έναντι του 2017. Το ποσό αντιπροσωπεύει 7% των συνολικών συμφωνιών σύμφωνα με στοιχεία της Thomson Reuters.
Οι ΗΠΑ γνώρισαν τη μεγαλύτερη αύξηση σε συναλλαγές από private equity με 52% αύξηση σε συμφωνίες που έγιναν από funds που οδήγησε σε σύνολο 46,4 δισ. δολαρίων έως τώρα. Στην Ευρώπη καταγράφηκε αύξηση 27% με το σύνολο να φτάσει τα 19 δισ. δολάρια στην πιο δραστήρια χρονιά από το 2007. Τα ντιλ στην Ασία μειώθηκαν ελαφρά.
Οι δυο μεγαλύτερες συναλλαγές του πρώτου τριμήνου ήταν η εξαγορά ύψους 17 δισ. δολαρίων της Thomson Reuters από την Blackstone και η απόκτηση της μονάδας χημικών της Akzo Nobel’s από την Carlyle, ύψους 10,1 δισ. δολαρίων.
Ο Rob Pulford της Goldman Sachs δήλωσε πως περιμένει οι δραστηριότητα να ξεπεράσει αυτή του 2017. Δήλωσε: «η χρονιά είναι όσο καλή ήταν η προηγούμενη και νομίζω το 2018 θα είναι ακόμα πιο δραστήριο. Βλέπουμε τις μεγαλύτερες συμφωνίες εδώ και πολύ καιρό».
Ο Pulford περιμένει το μεγαλύτερο μέρος των συμφωνιών να έρθει από σχήματα private equity που θα εξαγοράσουν εισηγμένες εταιρείες, ακολουθώντας τον διπλασιασμό ανάλογων συμφωνιών πέρυσι. «Το επίπεδο διαλόγου και συζητήσεων γύρω από συναλλαγές εισηγμένων με ιδιωτικά σχήματα έχει επιταχυνθεί από πέρυσι», τόνισε.
Καθώς ο ρυθμός της επίτευξης συμφωνιών επιταχύνει, σύμβουλοι επενδυτικών κεφαλαίων προειδοποίησαν ότι υπάρχει ρίσκο να πληρωθούν υπερβολικά τιμήματα, καθώς οι πολλαπλασιαστές έχουν ήδη υπερβεί τα προ κρίσης επίπεδα ρεκόρ.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr