Ποιο συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς από την άνοδο του Ντόναλντ ΤραμπFinancial Times.
Αλλά δεν έχει να κάνει μόνο με ένα κόμμα, αλλά μια μεγάλη χώρα. Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη δημοκρατία από την εποχή της Ρώμης, το προπύργιο των δημοκρατικών αξιών και ο εγγυητής της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης. Θα ήταν μια παγκόσμια καταστροφή αν ο κ. Τραμπ γινόταν πρόεδρος. Ακόμα και αν αποτύχει, μας έχει κάνει να διανοηθούμε αυτό που μέχρι πρότινος ήταν αδιανόητο.
Ο κ. Τραμπ πουλάει παρανοϊκές φαντασιώσεις, ξενοφοβία και ανιδεότητα. Η επιχειρηματική του δραστηριότητα συνίσταται στην ανέγερση κακόγουστων μνημείων για την ικανοποίηση της ματαιοδοξίας του. Δεν έχει αναλάβει ποτέ κάποιο δημόσιο ή πολιτικό αξίωμα. Κάποιοι τον συγκρίνουν με τους λαϊκιστές της Λατινικής Αμερικής. Μπορεί επίσης να θεωρηθεί ένας Αμερικανός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, αλλά χωρίς το χάρισμα ή την επιχειρηματική διορατικότητα. Αλλά ο κ. Μπερλουσκόνι, σε αντίθεση με τον κ. Τραμπ, δεν απείλησε ποτέ με απέλαση εκατομμύρια ανθρώπους. Ο κ. Τραμπ είναι καταφανώς ακατάλληλος για την πιο σημαντική πολιτική θέση στον κόσμο.
Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο νεοσυντηρητικός διανοούμενος Ρόμπερτ Κέιγκαν σε ένα πολύ δυνατό άρθρο του στην Washington Post, ο κ. Τράμπ είναι ο Φρανκενστάιν του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Είναι, σημειώνει ο κ. Κέιγκαν, το τερατώδες αποτέλεσμα της τακτικής του κόμματος να καθυστερεί συστηματικά τις πολιτικές διαδικασίες, της δαιμονοποίησης των πολιτικών θεσμών, του φανατισμού και «του ρατσιστικής φύσεως συνδρόμου παράνοιας» απέναντι στις πολιτικές του προέδρου Ομπάμα. «Υποτίθεται ότι πρέπει να πιστέψουμε ότι η λεγεώνα των “θυμωμένων” ανθρώπων του κ. Τραμπ είναι θυμωμένοι για την στασιμότητα των μισθών. Όχι, είναι θυμωμένοι για όλα τα πράγματα που οι Ρεπουμπλικάνοι τους έχουν πει ότι πρέπει να είναι θυμωμένοι αυτά τα τελευταία επτάμισι χρόνια» προσθέτει.
Ο κ. Κέιγκαν έχει δίκιο, αλλά δεν πάει όσο βαθιά θα έπρεπε. Δεν έχει να κάνει με τα τελευταία επτάμισι χρόνια. Οι συμπεριφορές αυτές μπορούν να εντοπιστούν στην δεκαετία του 1990, με τις κατηγορίες κατά του πρόεδρου Κλίντον. Πράγματι, φτάνουν τόσο μακριά ως στην καιροσκοπική απάντηση του κόμματος στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα την δεκαετία του 1960. Δυστυχώς, αντί να βελτιωθούν έχουν επιδεινωθεί με τα χρόνια.
Γιατί συνέβη αυτό; Η απάντηση είναι πως με τον τρόπο αυτό μια πλούσια τάξη χορηγών, αφοσιωμένη στον στόχο της περικοπής φόρων και της συρρίκνωσης του κράτους, απέκτησε τους υποστηρικτές και του ψηφοφόρους που χρειαζόταν. Πρόκειται για το πάντρεμα της πλουτοκρατίας με τον ακροδεξιό λαϊκισμό.
Ο κ. Τραμπ εκπροσωπεί αυτήν την ένωση. Αλλά το κάνει αυτό βάζοντας σε έναν βαθμό στην άκρη τους στόχους του κομματικού κατεστημένου για χαμηλότερη φορολογία, ελεύθερη αγορά και λιγότερο κράτος, με τους οποίους παραμένουν ταυτισμένοι οι οικονομικά εξαρτημένη αντίπαλοι του. Αυτό του δίνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Ο Τραμπ δεν είναι συντηρητικός, διαμαρτύρεται η ελίτ του κόμματος. Ακριβώς. Αυτό ισχύει όμως και για την κομματική βάση.
Ο κ. Τραμπ είναι σοκαριστικός. Αλλά και ορισμένες πτυχές των πολιτικών των δύο βασικών του αντιπάλων, των Γερουσιαστών Κρουζ και Ρούμπιο, είναι εξίσου κακές. Και οι δύο προτείνουν μεγάλες περικοπές φόρων, όπως και ο κ. Τραμπ. Ο κ. Κρουζ μάλιστα θα ήθελε την επιστροφή στον κανόνα του χρυσού. Ο κ. Τραμπ υποστηρίζει ότι οι άρρωστοι δεν πρέπει να πεθαίνουν στους δρόμους. Οι κύριοι Κρουζ και Ρούμπιο δεν φαίνεται να είναι τόσο σίγουροι για αυτό.
Αλλά το φαινόμενο Τραμπ δεν αφορά την ιστορία μόνο ενός κόμματος. Αφορά την χώρα και ως εκ τούτου και τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ιδρυτικοί πατέρες της Αμερικάνικης δημοκρατίας γνώριζαν το παράδειγμα της Ρώμης. Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον αναφέρει στα ομοσπονδιακά κείμενα των ΗΠΑ ότι η νέα δημοκρατία θα έχει ανάγκη από μια ενεργητική εκτελεστική εξουσία. Σημειώνει ότι η Ρώμη, με την προσεκτική αλληλεπικάλυψη των δικαστικών εξουσιών, βασίστηκε στις κρίσιμες ώρες στην απόλυτη, αν και προσωρινή, δύναμη ενός ανδρός, του «δικτάτορα».
Οι ΗΠΑ δεν θα είχαν μια τέτοια εξουσία. Αντίθετα, θα είχαν μια ενιαία εκτελεστική εξουσία: τον πρόεδρο ως εκλεγμένο μονάρχη.
Ο πρόεδρος έχει περιορισμένη, αλλά μεγάλη, εξουσία. Για τον Χάμιλτον, ο κίνδυνος μιας υπέρμετρης ισχύος θα συγκρατούνταν «πρώτον, από την δέουσα εξάρτηση από τον λαό και δεύτερον από την δέουσα ευθύνη».
Κατά τον πρώτο αιώνα Π.Χ., ο πλούτος της αυτοκρατορίας αποσταθεροποίησε την ρωμαΪκή δημοκρατία. Στο τέλος, ο Αύγουστος, κληρονόμος του πιο δημοφιλούς κόμματος, έβαλε τέλος στην δημοκρατία και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Το έκανε διατηρώντας όλες τις τυπικές λειτουργίες της δημοκρατίας, την ώρα που αφαιρούσε το πραγματικό τους νόημα.
Είναι βιαστικό να υποθέσει κανείς ότι οι συνταγματικοί περιορισμοί θα επιβίωναν από την προεδρία κάποιου που εκλέχτηκε γιατί ούτε τις καταλαβαίνει ούτε πιστεύει σε αυτές. Η απέλαση 11 εκατομμυρίων ανθρώπων είναι μια τεράστια επιχείρηση. Μπορεί ένας πρόεδρος που έχει εκλεγεί για να την πραγματοποιήσει να εμποδιστεί και αν ναι από ποιόν; Τι μπορούμε να καταλάβουμε από τον ενθουσιασμό του κ. Τραμπ για την βαρβαρότητα των βασανισμών; Θα βρει ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να εκπληρώσουν τις επιθυμίες του ή όχι;
Δεν είναι δύσκολο για έναν αποφασισμένο ηγέτη να κάνει αυτό που προηγουμένως ήταν αδιανόητο, αν επικαλεστεί την ύπαρξη έκτακτης ανάγκης. Τόσο ο Άβρααμ Λίνκολν όσο και ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ έκαναν κάποια τρομακτικά πράγματα σε καιρό πολέμου. Αλλά οι άνδρες αυτοί αναγνώριζαν την ύπαρξη ορίων. Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν όρια και ο κ. Τραμπ; Η «ενεργητική» εκτελεστική εξουσία του Χάμιλτον είναι επικίνδυνη.
Ήταν ο υπερ-συντηρητικός πρόεδρος Πολ φον Χίντενμπουργκ που έκανε τον Χίτλερ καγκελάριο της Γερμανίας το 1933. Αυτό που έκανε τον νέο ηγέτη τόσο καταστροφικό δεν ήταν μόνο ότι ήταν ένας παρανοϊκός τρελός, αλλά ότι ήταν ηγέτης μιας μεγάλης δύναμης. Ο Τραμπ μπορεί να μην είναι Χίτλερ, αλλά και οι ΗΠΑ δεν είναι η Γερμανία της Βαϊμάρης. Είναι μια πολύ πιο σημαντική χώρα.
Ο κ. Τραμπ μπορεί να μην καταφέρει να κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων. Αλλά αν το κάνει η ελίτ του κόμματος θα πρέπει να κάνει κάποιες σκληρές ερωτήσεις, όχι μόνο για το πώς συνέβη αυτό, αλλά και πως θα πρέπει να απαντήσει.
Πέρα από αυτό οι Αμερικανοί πρέπει να αποφασίσουν τι είδους άνθρωπο θέλουν να βάλουν στον Λευκό Οίκο. Οι συνέπειες της επιλογής αυτής για τους ίδιους και τον υπόλοιπο κόσμο θα είναι τεράστιες. Πάνω από όλα, ο κ. Τραμπ μπορεί να μην είναι μια μοναδική περίπτωση. Ο Αμερικάνικος «καισαρισμός» έχει πάρει πλέον σάρκα και οστά. Φαίνεται ένας ανησυχητικά πραγματικός κίνδυνος σήμερα. Μπορεί να επιστρέψει κάποια στιγμή στο μέλλον.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr