Όταν σκεπτόμαστε τους λαϊκιστές σκεφτόμαστε για εθνικιστές, ξενοφοβικούς, αντιευρωπαίους και οπαδούς του προστατευτισμού. Υπάρχει όμως άλλη μια κατηγορία λαϊκιστών, λιγότερο αποκρουστική και λιγότερο ακραία στις απόψεις, αλλά πιθανά εξίσου επικίνδυνη μακροπρόθεσμα, οι κεντρώοι λαϊκιστές.
Πάρτε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Αυτοί που βλέπουν την άνοδο του Ντοναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ ως «πρωτοφανή» ίσως πρέπει να δουν την ιταλική πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της επόμενης που κυριαρχήθηκε από τον Μπερλουσκόνι.
Οι δυο άνδρες έχουν πολλά κοινά. Ο Μπερλουσκόνι είναι ένα δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας που έκανε πολιτική για το συμφέρον των εταιρειών του. Δεν είχε στρατηγικό πλάνο, πέρα από κάποια λαϊκά συνθήματα υπέρ των επιχειρήσεων. Η γλώσσα του ήταν απότομη, οι τρόποι του σκληροί, ο πολιτικός του λόγος απλοϊκός, όλα του προσέφεραν πολλούς ψήφους.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι απέρριψε τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης με το επιχείρημα ότι τα εστιατόρια ήταν ακόμα γεμάτα; Όταν εκδιώχθηκε από πρωθυπουργός το 2011 κατηγόρησε για την πτώση του τις υπέρ της Ευρώπης ελίτ των Βρυξελλών και της Ρώμης. Το κόμμα του από τότε μετατράπηκε σε μια δύναμη αντιερωπαϊκών θεωριών συνωμοσίας.
Αφησε μια κληρονομία οικονομικής καταστροφής. Η ανάπτυξη της ιταλικής οικονομίας είναι αναιμική, το βάρος του χρέους πολύ υψηλό και το τραπεζικό σύστημα πολύ αδύνατο. Η χώρα δεν θα μπορέσει να μείνει στην ευρωζώνη εκτός εάν, είτε βρει τρόπο να αυξήσει το δομικό ρυθμό ανάπτυξης, είτε πτωχεύσει στο χρέος. Ισως πρέπει να κάνει και τα δυο.
Ενώ ο κίνδυνος των δεξιών λαϊκιστών, όπως η Μαρίν Λε Πεν στη Γαλλία και ο Γ. Βίλντερς στην Ολλανδία, αυτός του είδους του Μπερλουσκόνι είναι λιγότερο προφανείς. Κι’ όμως η ζημιά που έκανε στην χώρα ήταν βαθιά. Θα μεταφερθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη, επίσης, αν και όταν η Ιταλία πτωχεύσει.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των κεντρώων λαϊκιστών είναι ότι εξαπλώνονται. Ο Μπερλουσκόνι έχει δημιουργήσει μια νέα γενιά λαϊκιστών. Ενας εξ αυτών είναι ο Ματέο Ρέντσι, ιταλός πρωθυπουργός από το 2014 έως τον περασμένο Δεκέμβριο. Είναι ένα κλασσικό παράδειγμα ενός υψηλού ρίσκου πολιτικού τζογαδόρου. Τα πόνταρε όλα σε ένα δημοψήφισμα συνταγματικής αναθεώρησης που θα παγίωνε την δική του εξουσία και έχασε. Τώρα ανελέητα ακολουθεί ένα σχέδιο για να αποκτήσει ξανά την εξουσία, διχάζοντας το κόμμα του στην πορεία.
Ο Ρένσι μιλά ατελείωτα για την ανάγκη να εκμοντερνιστεί η Ιταλία. Κι’ όμως τα 2,5 χρόνια που ήταν στην εξουσία έκανε λίγα για να προωθήσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις, πέρα από μικρές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Η μεγάλη πολιτική του ιδέα τώρα είναι να σχηματίσει ένα γερμανικού τύπου «μεγάλο συνασπισμό» με τον Μπερλουσκόνι, αυξάνοντας την προοπτική να ενισχυθεί διπλά τον κεντρώο λαϊκισμό.
Η εναλλακτική επιλογή για την Ιταλία είναι το κίνημα των Πέντε Αστέρων, ένα ακόμα περισσότερο ή λιγότερο κεντρώο λαϊκιστικό κίνημα που επίσης αψηφά τον κλασσικό διαχωρισμό «δεξιά» και «αριστερά». Ο ηγέτης του, Πέπε Γκρίλο, είναι λαϊκιστής, όπως και ο Λουίτζι Ντι Μάιο, ο 30χρονος αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, που είναι ο πιθανότερος πρωθυπουργός αν το Κίνημα των Πέντε Αστέρων κερδίσει τις γενικές εκλογές.
Υπάρχει μια παλιότερη γενιά ιταλών πολιτικών με στρατηγικό όραμα. Αλλά τώρα σταδιακά βγαίνουν από τη σκηνή. Στην νεώτερη γενιά δεν υπάρχει σχεδόν κανείς που δεν είναι λαϊκιστής. Ο κίνδυνος είναι ότι η τελική και αναπόφευκτη αποτυχία τους θα φέρει τους πραγματικούς ακραίους, του είδους που δεν έχουμε δει για πολλές δεκαετίες. Για τους υποστηρικτές της φιλελεύθερης οικονομικής τάξης οι λαϊκιστές του κέντρου δεν πρέπει με κανένα τρόπο να είναι προτιμότεροι από τους δεξιούς λαϊκιστές.
Η τάση προς τον κεντρώο λαϊκισμό είναι καταστροφή για την Ευρωπαϊκή Ενωση και την ευρωζώνη. Αυτές οι «μαλακής» δύναμης κατασκευές στηρίζονται στον στρατηγικό σχεδιασμό, τον συντονισμό, τη συνεργασία και την μετριοπάθεια. Η ευρωζώνη στερείται κοινής κυβέρνησης, βασίζεται στην οικονομική σύγκλιση και σε κανόνες διακυβέρνησης. Η επιβίωσή της εξαρτάται από την απουσία λαϊκισμού.
Ο λαϊκισμός μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές. Ο Γκ. Σρέντερ, ο πρώην καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, μπορεί, ίσως απροσδόκητα, να ιδωθεί ως λαϊκιστής. Αυτό σχετίζεται με τον τρόπο που έκανε τις προεκλογικές καμπάνιες, τις πλέον επιτυχημένες στην μοντέρνα γερμανική πολιτική σκηνή, τη συναλλακτική μορφή διακυβέρνησης, την χωρίς αρχές συμμαχία του με τον Βλ. Πούτιν, όπως και για τις πολιτικές του.
Οι μεταρρυθμίσεις του στην αγορά εργασίας χαιρετίστηκαν γιατί έφεραν την ανάκαμψη και την συνακόλουθη ισχύ της γερμανικής οικονομίας. Αλλά η μη συντονισμένη φύση τους είναι η βαθύτερη αιτία των ανισορροπιών της ευρωζώνης που αναδύθηκαν αφότου έφυγε από την καγκελαρία το 2005. Ηταν τύπου «beggar-thy-neighbour» μεταρρύθμιση. (σ.σ. πολιτική που στοχεύει να βελτιώσει την οικονομία μιας χώρας εις βάρος άλλων κρατών με τα οποία έχει οικονομικές σχέσεις).
Ο Σρέντερ και ο Μπερλουσκόνι μπορεί να είναι στα αντίθετα άκρα του φάσματος του κεντρώου λαϊκισμού. Ο ένας αύξησε την ανταγωνιστικότητα της χώρας του σε βάρος των άλλων. Ο έτερος εκμεταλεύτηκε το γεγονός ότι η χώρα του ήταν «πολύ μεγάλη για να αποτύχει». Το στιλ ήταν διαφορετικό. Αμφότεροι ήταν δημοφιλής για ένα διάστημα. Κανένας εκ των δυο δεν είναι διατηρήσιμος.
Πηγή: Financial Times, Euro2day