Για κάτι τόσο φανερά λογικό, σημάδια λογικής στο ερώτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους αναμέναμε για καιρό. Αλλά στη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης τη Δευτέρα, οι απείθαρχοι πιστωτές –η Γερμανία αναπόφευκτα ο πιο σημαντικός ανάμεσά τους- πλησίασαν περισσότερο από πριν στο να παραδεχθούν την ανάγκη μιας μείωσης του τεράστιου βάρους χρέους της Αθήνας.
Η συνάντηση περιόρισε κατά ένα μικρό μέρος το χάσμα μεταξύ των Ευρωπαίων πιστωτών και του άλλου κύριου παίκτη στη συνεχιζόμενη ελληνική διάσωση, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Το ΔΝΤ έχει σταθεί σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι εντελώς- λογικό κατά τη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων συγκρούσεών του με τους υπουργούς.
Οι εξελίξεις αυτής της εβδομάδας, έπειτα από μια σειρά δύσκολων μεταρρυθμίσεων που προώθησε η ελληνική κυβέρνηση τους τελευταίους εννέα μήνες, προσφέρουν σπάνια, καλά νέα σχετικά με την πιθανότητα επίτευξης μιας βιώσιμης θέσης.
Εδώ και πολλά χρόνια, το ΔΝΤ τείνει σε γενικές γραμμές να επιχειρηματολογεί πως η ευρωζώνη περιμένει από την Ελλάδα να συσφίξει τη δημοσιονομική πολιτική υπερβολικά γρήγορα και να κάνει μη ρεαλιστικές αισιόδοξες αξιολογήσεις σχετικά με τις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης και της βιωσιμότητας του χρέους.
Έχει επίσης κάνει έκκληση για εξωτερική χρηματοδότηση με τη μορφή φρέσκων δανείων ή απομειώσεων των υπάρχοντων διασώσεων, ώστε να επιστρέψει η Ελλάδα στη σταθερότητα.
Στο πλαίσιο της τρέχουσας διάσωσης 86 δισ. δολαρίων, η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι αυτή η προσέγγιση είναι υπερβολικά αισιόδοξη για μια χώρα με εύθραυστες πιθανότητες ανάπτυξης, περιορισμένη φορολογική βάση και ένα αδύναμο φοροεισπρακτικό σύστημα, και θεωρεί ότι ένα 1,5% είναι πιο ρεαλιστικό.
Σε αυτό το σημείο το Ταμείο έχει δίκιο. Τα επαναλαμβανόμενα προγράμματα δημοσιονομικής σύσφιξης της Ελλάδας από το 2010 και μετά, δεν έχουν οδηγήσει σε βιωσιμότητα χρέους εν μέρει διότι, αποδυναμώνοντας την οικονομική ανάπτυξη και τα έσοδα από τη φορολόγηση, κατέληξαν μη αποδοτικά.
Ωστόσο, το ΔΝΤ κάνει λάθος όταν προτείνει μια ριζική αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος αυτή τη στιγμή, προκειμένου να παραχθούν νέες μειώσεις στη δημόσια δαπάνη αν αυτό είναι απαραίτητο. Εφόσον ολόκληρες οικογένειες βασίζονται σε εισοδήματα από τις συντάξεις, οι περικοπές θα περιορίσουν την καταναλωτική δαπάνη και αυτό κινδυνεύει να εμποδίσει την οικονομία να βγει από την ύφεση.
Θα ήταν καλύτερο να διευρυνθεί αυτό που έχει ήδη γίνει –δηλαδή η παράταση της ηλικίας συνταξιοδότησης- από το να τεθεί σε κίνδυνο η εγχώρια ζήτηση.
Στο θέμα της ελάφρυνσης χρέους, όμως, το ΔΝΤ έχει ισχυρά επιχειρήματα. Χάρη στα χαμηλά επιτόκια και τη μεγάλη διάρκεια των δανείων της διάσωσης, το μεγάλο βάρος χρέους της Ελλάδας δεν αντιπροσωπεύει μια τεράστια άμεση πίεση για την κυβέρνηση.
Αλλά το βάρος χρέους επιφέρει αβεβαιότητα για τα μελλοντικά οικονομικά του κράτους, η οποία επηρεάζει την εμπιστοσύνη στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας.
Το ερώτημα είναι αν η ελάφρυνση χρέους μπορεί να είναι ουσιαστική χωρίς μειώσεις στην ονομαστική αξία, αντί για την καθαρή παρούσα αξία (NPV) του χρέους από περισσότερες παρατάσεις στις προθεσμίες και ευελιξία στις πληρωμές τόκων.
Η γερμανική κυβέρνηση επιμένει πως κουρέματα στην ονομαστική αξία είναι πολιτικά αδύνατα. Σε αυτή την περίπτωση, το Βερολίνο έχει καθήκον να συμφωνήσει σε δημιουργικές μορφές απομειώσεων της NPV, που θα έχουν τον ίδιο αντίκτυπο στη βιωσιμότητα του χρέους.
Η τρέχουσα διαμάχη δείχνει το γιατί είναι σημαντικό το ΔΝΤ να συνεχίσει να εμπλέκεται στη διάσωση της Ελλάδας –και το γιατί χώρες όπως η Γερμανία, παρά τα παράπονά τους για τις προτάσεις του Ταμείου, επιθυμούν να συνεχίσει να εμπλέκεται.
Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία επανεκλέχθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, έχει εφαρμόσει ένα απροσδόκητα μεγάλο μέρος των πολιτικά επώδυνων μεταρρυθμίσεων, αλλά αντιμετωπίζει αυξανόμενες αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας. Οι πιστωτές χρειάζεται να συμφωνήσουν σε ένα ρεαλιστικό δημοσιονομικό σχέδιο, εξετάζοντας σοβαρά την ελάφρυνση χρέους, ώστε να της δώσουν την ευκαιρία ενός πιο φωτεινού μέλλοντος.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr