Ο Μάριο Ντράγκι είχε μια ακόμα πιο ευαίσθητη αποστολή αυτό
το μήνα στο να εξηγήσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να
επεκτείνει το πρόγραμμα αγορών και να μειώσει το μηνιαίο ρυθμό του.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ δέχεται πιέσεις από τους επικριτές της
εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής, εντός του Διοικητικού Συμβουλίου και
στο Βερολίνο.
Αλλά ο πληθωρισμός της ευρωζώνης είναι ακόμα μακριά από το
στόχο και η οικονομική ανάκαμψη του μπλοκ παραμένει αδύναμη και άνιση. Σε ένα
περιβάλλον στο οποίο οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται, οι επενδυτές είναι
εξαιρετικά ευαίσθητοι απέναντι στον κίνδυνο πολιτικών αναταράξεων την ερχόμενη
χρονιά.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν σαφή πολιτικά πλεονεκτήματα στην
απόφαση να της ΕΚΤ να περιορίσει τις μηνιαίες αγορές ομολόγων από τα 80 δισ.
στα 60 δισ. ευρώ, όταν το τρέχον πρόγραμμα πρόκειται να ολοκληρωθεί. Θα
καθησυχάσει τα «γεράκια», ενώ θα μειώσει το τεχνικό πρόβλημα της εύρεσης
επαρκών ομολόγων για αγορά (η ΕΚΤ το αντιμετώπισε αυτό και με την αποδοχή
κρατικών ομολόγων μικρότερης διάρκειας και με την παραδοχή ότι μπορεί αν είναι
αναγκαίο να αγοράσει ομόλογα που θα τις επιφέρουν ζημίες).
Εν τω μεταξύ, η δέσμευση να συνεχιστεί το QE στα επίπεδα
αυτά τουλάχιστον ως το τέλος του 2017 αποτρέπει την ανάγκη να ληφθούν δύσκολες
αποφάσεις πριν από τις γερμανικές εκλογές, όπως θα μπορούσε να συμβεί σε
διαφορετική περίπτωση.
Ωστόσο, η οικονομική λογική για την απόφαση αυτή δεν είναι
τόσο πειστική.
Ο κ. Ντράγκι ισχυρίζεται ότι δεν σημαίνει ότι η ΕΚΤ
προετοιμάζεται για την έξοδο της από το QE. Όπως λέει, το «tapering» προς το
μηδέν δεν συζητήθηκε καν και επιμένει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο
να αυξήσει και πάλι τις αγορές στοιχείων ενεργητικού αν το απαιτήσουν οι
συνθήκες. Η ΕΚΤ ήθελε ακόμα να στείλει το μήνυμα ότι θα «έχει σταθερή παρουσία
στις αγορές», σημείωσε ο ίδιος.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται ξεκάθαρα για μείωση του
επιπέδου της νομισματικής τόνωσης. Οι επενδυτές, οι οποίοι περίμεναν ήδη να
παρατείνει η ΕΚΤ το QE, φαίνεται πως αυτό το συμπέρασμα έβγαλαν.
Τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα πραγματοποίησαν ράλι στην είδηση
ότι η ΕΚΤ θα άρει τους περιορισμούς για την αγορά χρέους με χαμηλές αποδόσεις.
Αλλά οι αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας έχουν αυξηθεί,
ειδικά αυτά των χωρών του Νότου.
Η δικαιολόγηση που προσφέρει ο κ. Ντράγκι είναι ότι ο
κίνδυνος αποπληθωρισμού έχει υποχωρήσει από τον Μάρτιο, όταν η ΕΚΤ έθεσε το
επίπεδο των μηνιαίων αγορών στα 80 δισ. δολάρια. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν
σημαίνει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για την κεντρική τράπεζα να περιορίσει
την στήριξη προς την οικονομία της ευρωζώνης.
Η ανάκαμψη έχει ξεκινήσει, αλλά παραμένει αρκετά ήπια με
βάση τους ιστορικούς μέσους όρους, ενώ οι προβλέψεις της ΕΚΤ για ανάπτυξη 1,7%
φέτος και του χρόνου έμειναν αμετάβλητες. Επιπλέον, το προσωπικό της κεντρικής
τράπεζας «δεν βλέπει ακόμα σημάδια μιας πειστικής ανοδικής τάσης στον
πληθωρισμό».
Σε ερώτηση κατά πόσον οι προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν
επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό, ο κ. Ντράγκι απάντησε «όχι».
Επιπρόσθετα, η άνοδος των αποδόσεων των αμερικάνικων ομολόγων μετά την εκλογική
νίκη του Ντόναλντ Τραμπ ασκεί ήδη πιέσεις στο χρέος της ευρωζώνης. Ο κ. Ντράγκι
ανέφερε ότι η ΕΚΤ μπορεί να προχωρήσει ξανά σε μια χαλάρωση της νομισματικής
πολιτικής αν οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές για την επίτευξη
του στόχου για τον πληθωρισμό.
Ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι αγορές
είχαν ήδη επιφέρει μια νομισματική σύσφιξη.
Υπάρχουν επίσης πολλά για τα οποία πρέπει να ανησυχούν οι
επενδυτές την επόμενη χρονιά, όπως οι γαλλικές εκλογές, τα προβλήματα των
ιταλικών τραπεζών ή οι τεράστιες αβεβαιότητες γύρω από τη νίκη Τραμπ.
Ο κ. Ντράγκι μπορεί να επέλεξε τη λιγότερη επιβλαβή λύση για
να διατηρήσει το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής νομισματικής τόνωσης της ΕΚΤ,
διατηρώντας παράλληλα τη στήριξη από τα περισσότερα μέλη του Διοικητικού
Συμβουλίου. Αλλά η ευρωζώνη έχει ήδη υποστεί μεγάλη ζημιά από την λανθασμένη
απόφαση της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια το 2008 και το 2011.
Μεγάλο μέρος του μπλοκ υποφέρει ακόμα από τις επιπτώσεις. Η
κεντρική τράπεζα θα πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση για τους κινδύνους μιας
πρόωρης εξόδου.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr