FT: Αλλαγή σελίδας με ερωτήματα για Deutsche Bank και Credit Suisse

Αυτή την εβδομάδα, στελέχη και κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε όλο το δυτικό κόσμο έκλειναν μανιωδώς τις υποθέσεις τους πριν αρχίσουν οι γιορτές –και πριν κλείσει το έτος.

Το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν αποτελεί εξαίρεση. Την Παρασκευή το πρωί, το Υπουργείο ανακοίνωσε πως συμφώνησε σε διακανονισμό με την Deutsche Bank και την Credit Suisse, ώστε να πληρώσουν πρόστιμα ύψους 7,2 και 5,28 δισ. δολάρια αντίστοιχα, για την παράτυπη πώληση ενυπόθηκων χρεογράφων στη διάρκεια της φούσκας στην πίστωση την προηγούμενη δεκαετία.

Οι διαπραγματεύσεις γι’ αυτές τις συμφωνίες ήταν περίπλοκες. Αλλά με το κλείσιμο συμφωνίας τώρα, το Υπουργείο όχι μόνο κλείνει αυτές τις υποθέσεις πριν την περίοδο των γιορτών, αλλά επίσης κάτι σημαντικό- πριν η ομάδα του Ομπάμα αποσυρθεί στα τέλη Ιανουαρίου, επιφέροντας την αναπόφευκτη αναδιάρθρωση στο προσωπικό της Ουάσινγκτον.

Και αυτό σημαίνει πως οι αξιωματούχοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης μπορούν τώρα να κλείσουν το 2016 με κάποιου είδους ιστορική νίκη. Σχεδόν μια δεκαετία αφότου έσκασε η φούσκα στην πίστωση, έχουν αποσπάσει πληρωμές από τις περισσότερες μεγάλες τράπεζες για τα εξωφρενικά καραγκιοζιλίκια με τα subprime mortgage, που γονάτισαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Πράγματι, αν αθροίσουμε τα πρόστιμα που έχουν επιβάλει οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές για την παράτυπη πώληση ενυπόθηκων χρεογράφων, έχουν σχεδόν αγγίξει το εντυπωσιακό ποσό των 60 δισ. δολαρίων. Και σε αυτό δεν περιλαμβάνονται καν οι επιπρόσθετοι διακανονισμοί με την UBS και την RBS που είναι πιθανό να πραγματοποιηθούν τους επόμενους λίγους μήνες.

Επικριτές των τραπεζών -όπως η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν- μπορεί να γκρινιάξουν πως αυτό ουσιαστικά δεν αποτελεί πραγματική δικαιοσύνη. Το μέγεθος των προστίμων δείχνει σαφώς αυθαίρετο και, παρότι τα δισεκατομμύρια είναι πολλά, εξακολουθούν να είναι μακράν μικρότερα σε σχέση με τα κέρδη που κατέγραψαν οι τράπεζες στη διάρκεια της έκρηξης με τα χρεόγραφα. Επιπλέον, δεν είναι ξεκάθαρο το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα χρήματα που θα αποσπαστούν.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η βρετανική κυβέρνηση έχει δρομολογήσει κάποια από τα πρόστιμα που έχουν συλλεχθεί από τις τράπεζες να πάνε σε φιλανθρωπίες. Αλλά στις ΗΠΑ τα χρήματα από τις ποινές τείνουν να εξαφανίζονται σε ασαφή (και μερικές φορές παράξενα) κυβερνητικά ταμεία. Ένα μέρος των προστίμων που επιβλήθηκαν στην Deutsche Bank και την Credit Suisse θα χρησιμοποιηθεί για σκοπούς «ανακούφισης των καταναλωτών», όπως για παράδειγμα τροποποιήσεις δανείων. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο το τι ακριβώς σημαίνει αυτό.

Άλλο ένα και ακόμη πιο σημαντικό μειονέκτημα αυτών των ποινών είναι πως θα πλήξουν τους τωρινούς μετόχους και όχι τα τραπεζικά στελέχη που προκάλεσαν τα προβλήματα με τα ενυπόθηκα εξαρχής. Αυτό ελαττώνει την αποτρεπτική πλευρά της ποινής, σε ό,τι αφορά τους τραπεζίτες, και υπονομεύει την αίσθηση της δικαιοσύνης. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν κάποια από αυτά τα πρόστιμα είχαν πληρωθεί από μπόνους που έχουν δοθεί σε στελέχη.

Πολλοί ψηφοφόροι (και κάποιοι πολιτικοί) ίσως θέσουν το ζήτημα του γιατί τόσο λίγα στελέχη έχουν μπει στη φυλακή. Εξάλλου, στον απόηχο της κρίσης των «Savings and Loans» τη δεκαετία του 1980, εκατοντάδες τραπεζικά στελέχη ήρθαν αντιμέτωπα με ατομικές ποινές.

Ωστόσο, η ελλιπής δικαιοσύνη είναι προτιμότερη από την έλλειψη δικαιοσύνης. Η απόφαση της Παρασκευής προσφέρει μέχρι και μια ελάχιστη ανακούφιση στην Deutsche Bank και την Credit Suisse. Πέραν του ότι τα πρόστιμα είναι μικρότερα απ’ ότι φοβούνταν μερικοί αναλυτές (ειδικά διότι μόνο περίπου το μισό πρόστιμο πρέπει να πληρωθεί άμεσα), οι δύο τράπεζες μπορούν να μπουν στο 2017 γνωρίζοντας πως αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει –και πως μπορούν να εστιάσουν σε βασικές δραστηριότητες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Deutsche Bank, την οποία έχουν στοιχειώσει φήμες για επικείμενη κυβερνητική διάσωση.

Το μόνο ερώτημα πλέον είναι, πόσος καιρός θα περάσει μέχρι οι τράπεζες να ξεχάσουν το επώδυνο μάθημα της φούσκας των ενυπόθηκων χρεογράφων και να αρχίσουν να πειραματίζονται με τον ίδιο τύπο συμπεριφοράς, σε αναζήτηση γρήγορου κέρδους. Θα ήταν ωραίο να φανταστούμε πως η απάντηση είναι «πολύς, πολύς καιρός» ή ακόμη και «ποτέ». Αλλά το να το πιστέψουμε αυτό, είναι τόσο δύσκολο όσο και το να πιστέψουμε στον Άη Βασίλη.

Η μνήμη των τραπεζιτών τείνει να είναι επώδυνα περιορισμένη.

Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr


Exit mobile version