Κανείς δεν αναμένει ότι η FED, η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, θα ανακοινώσει απόψε, μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασής της, την αύξηση του βασικού της επιτοκίου, που παραμένει επί επτά συναπτά έτη «κολλημένο» μεταξύ 0 και 0,25%.
Αυτό επισημαίνει και ο Μπερντ Βαϊντενστάινερ, αναλυτής της Commerzbank, ο οποίος υπογράμμισε στην DW ότι τα ηγετικά στελέχη της FED θα προτιμήσουν να διατηρήσουν ανοικτές τις επιλογές τους. Βασικότερη πηγή προβληματισμού είναι η Κίνα, η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του πλανήτη, που διανύει περίοδο κάμψης.
Ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων μπορεί να έδινε τη χαριστική βολή σε υπερχρεωμένες τοπικές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις της Κίνας, αλλά και να προκαλέσει αστάθεια στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, εκτιμούν μεταξύ άλλων και οικονομολόγοι του ΔΝΤ, συνιστώντας να μην προβεί η FED σε πρόωρη αύξηση των βασικών της επιτοκίων.
Το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό πλαίσιο δεν επιτρέπει σε μια σημαντική κεντρική τράπεζα όπως η FED να λαμβάνει υπόψη για τη λήψη αποφάσεων αποκλειστικά την εγχώρια οικονομία. Άλλωστε, στο παρελθόν απλά και μόνο η ανακοίνωση της πρόθεσης της FED να περιορίσει τις αγορές κρατικών ομολόγων αρκούσε για να προκαλέσει αναταράξεις στις χώρες με αναδυόμενες οικονομίες, καθώς αρκετοί επενδυτές άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματά τους. Όπως διευκρίνισε ο Μπερντ Βαϊντενστάινερ, «τα νομίσματα υποτιμήθηκαν και υπήρξε ανησυχία στις χρηματαγορές αυτών των χωρών».
«H Κίνα θα σταθεροποιηθεί έως το τέλος του χρόνου»
Σύμφωνα με τον Γερμανό αναλυτή της Commerzbank, οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι ακόμη βαρύτερες σε περίπτωση που η FED αποφασίσει να αλλάξει σταδιακά την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της.
Σε αυτή την περίπτωση ο κ. Βαϊντενστάινερ διακρίνει δύο βασικά προβλήματα για τις αναδυόμενες οικονομίες. Πρώτον, τα δάνειά τους σε δολάρια θα γίνονταν ακριβότερα εξαιτίας της υποτίμησης των νομισμάτων τους, και, «δεύτερο πρόβλημα είναι βεβαίως η πιθανότητα να ενταθεί σημαντικά η εκροή κεφαλαίων από αυτές τις χώρες, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο τις εγχώριες επενδύσεις».
Πάντως, όπως εκτίμησε ο Άνσγκαρ Μπέλκε, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Ντουίσμπουργκ-Έσσεν, η Κίνα δεν διατρέχει κίνδυνο από τις πιθανές αποφάσεις της FED. Όπως επισήμανε στην DW, «η Κίνα θα σταθεροποιηθεί έως το τέλος του χρόνου. Ούτε η Ινδία αναμένεται να πληγεί. Υπάρχουν όμως άλλες χώρες που είναι εκτεθειμένες σε τέτοιου είδους σοκ. Σε αυτές συγκαταλέγεται σε κάθε περίπτωση η Βραζιλία».
Η μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής δεν έχει μόνο ένα μεγάλο δημοσιονομικό κενό που καλείται να καλύψει, αλλά καθίσταται ευπαθής και εξαιτίας του σημαντικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Συγκριτικά με τη Βραζιλία η Κίνα βρίσκεται σε εξαιρετικά προνομιακή θέση. Ναι μεν ο ρυθμός ανάπτυξής της δεν είναι τόσο ραγδαίος, ωστόσο εξακολουθεί να είναι υψηλός. Το εμπορικό της πλεόνασμα ανήλθε τον περασμένο Σεπτέμβριο στην ανώτατη τιμή του σε διάστημα ενός έτους. Ως εκ τούτου, τα συναλλαγματικά αποθέματα δισεκατομμυρίων στην Κίνα εξακολουθούν να αυξάνονται. Επομένως η Κίνα δεν μπορεί να αποτελεί διαρκή ανασταλτικό παράγοντα για μια αύξηση των βασικών επιτοκίων από τη FED, επισήμανε ο Μπερντ Βαϊντενστάινερ.
Εξοικείωση με το φθηνό χρήμα
Στο μεταξύ τόσο οι πολιτικοί όσο και οι παράγοντες των χρηματαγορών έχουν εξοικειωθεί πλήρως με τη λογική του φθηνού χρήματος, το οποίο λειτουργεί συχνά ως ανασταλτικός παράγοντας για πολιτικές μεταρρυθμίσεις ή «προκαλεί» τους επενδυτές να παραβλέπουν σε ορισμένες περιπτώσεις το επενδυτικό ρίσκο.
Ο κίνδυνος να δημιουργηθούν νέες, γιγάντιες χρηματοοικονομικές φούσκες αυξάνεται μέρα με τη μέρα.
Αμφότεροι οι Γερμανοί ειδικοί εκτιμούν ότι η FED θα τολμήσει μια μικρή αύξηση του βασικού της επιτοκίου στο τέλος του έτους. Όπως επισημαίνουν, θα πρόκειται απλά για ένα μικρό βήμα και όχι για τον τερματισμό της εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής.