Μία πρώτη αποτίμηση κάνει ο Φρανκ Φίντριχ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βούπερταλ και ειδικός σε θέματα ασφάλειας.
«Η κοινωνία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη ασφάλεια» δηλώνει ο καθηγητής Φίντριχ στην Deutsche Welle.
«Κατά συνέπεια το κρίσιμο ερώτημα είναι πού τοποθετείς το αποδεκτό όριο. Για παράδειγμα: κατά πόσον είναι διατεθειμένη η κοινή γνώμη να αποδεχθεί κάμερες ασφαλείας σε δημόσιους χώρους, προκειμένου να εμπεδωθεί το αίσθημα ασφάλειας;»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις διακυμάνσεις της κοινής γνώμης αποτελεί η συζήτηση για την προληπτική συγκέντρωση και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων, η οποία κατά καιρούς αναζωπυρώνεται.
Οι σχετικές προτάσεις προσκρούουν συνήθως σε έντονες αντιδράσεις με την αιτιολογία ότι η αποθήκευση δεδομένων παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ωστόσο ο σκεπτικισμός αρχίζει να υποχωρεί όταν εκδηλώνεται τρομοκρατική επίθεση, επισημαίνει ο καθηγητής Φίντριχ.
«Στις ΗΠΑ για παράδειγμα είδαμε ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου τροποποιήθηκε η νομοθεσία και αυξήθηκε η επιτήρηση των υπόπτων. Στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία η κοινωνία ήταν πιο δεκτική. Ωστόσο σήμερα, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, οι πολίτες διερωτώνται, εάν πράγματι δικαιολογούνται οι ενισχυμένες εξουσίες των μυστικών υπηρεσιών.
Συνεπώς δεν υπάρχει διαχρονικά σταθερή απάντηση για το ʻσωστό μέτροʼ. Η απάντηση εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες και η κοινή γνώμη πρέπει να έχει την αίσθηση ότι ο στόχος είναι κοινός για όλους».
Σημαντικό το «υποκειμενικό αίσθημα ασφάλειας»
Οι εξαγγελίες για αυξημένη αστυνόμευση στα γήπεδα, σε υπαίθριες χριστουγεννιάτικες αγορές, σιδηροδρομικούς σταθμούς και άλλους δημόσιους χώρους θέτουν ένα ακόμη ερώτημα: μπορεί η δημόσια ασφάλεια να ενισχυθεί με την απλή παρουσία επιπλέον αστυνομικών δυνάμεων;
Ο Φρανκ Φίντριχ βλέπει θετικά το ζήτημα: «Σχετικές μελέτες υποδεικνύουν ότι, αν μη τι άλλο, βελτιώνεται το υποκειμενικό αίσθημα ασφάλειας του πληθυσμού όταν ενισχύεται η παρουσία της αστυνομίας. Από κει και πέρα βέβαια, η αυξημένη αστυνόμευση συμβάλει και στην πρόληψη της έκνομης συμπεριφοράς».
Η αλήθεια είναι βέβαια, τονίζει ο καθηγητής Φίντριχ, ότι η δημόσια συζήτηση για τη σκοπιμότητα και την ορθότητα των μέτρων ασφαλείας σε δημόσιους χώρους έχει ενταθεί ήδη από το 2010, όταν η Love Parade στο Ντούισμπουργκ, το μεγαλύτερο πάρτι ηλεκτρονικής μουσικής στη Γερμανία, είχε εξελιχθεί σε τραγωδία με 21 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.
Οι νεαροί που πήγαν στο Ντούισμπουργκ για να διασκεδάσουν πέθαναν από ασφυξία όταν προκλήθηκε πανικός στην είσοδο σήραγγας που αποτελούσε το μοναδικό σημείο εισόδου στον χώρο του φεστιβάλ και οι συγγενείς των θυμάτων προσέφυγαν στη δικαιοσύνη κατά της δημοτικής αρχής και των διοργανωτών, διεκδικώντας αποζημιώσεις.
Σήμερα, εκτιμά ο καθηγητής Φίντριχ, οι προδιαγραφές ασφαλείας, τουλάχιστον στα γερμανικά γήπεδα, είναι ικανοποιητικές, καθώς οι σύλλογοι συνεργάζονται εξαιρετικά με την αστυνομία. Παρόλα αυτά, θα υπάρξει νέα συζήτηση και αναθεώρηση των μέτρων ασφαλείας στον απόηχο του τρομοκρατικού χτυπήματος στο Παρίσι.
Επιφυλάξεις για τις ένοπλες δυνάμεις
Μετά την επίθεση ενισχύθηκε και η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων σε δημόσιους χώρους σε ολόκληρη τη Γαλλία.
Την ίδια στιγμή στη γειτονική Γερμανία ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος έχει διατελέσει και υπουργός Εσωτερικών, θέλησε να ανοίξει τη συζήτηση για ενδεχόμενη αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας, λέγοντας ότι σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης «θα πρέπει να σκεφτούμε» εάν επαρκεί η επιχειρησιακή ικανότητα της αστυνομίας.
Ο καθηγητής Φίντριχ φαίνεται επιφυλακτικός σε αυτήν την πρόταση: «Το γερμανικό Σύνταγμα θέτει ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις για μία επέμβαση του στρατού, η οποία επιτρέπεται μόνο σε φυσικές καταστροφές μεγάλης κλίμακας ή παρόμοια συμβάντα. Το νομικό πλαίσιο είναι συγκεκριμένο και πολύ περιοριστικό».
Πηγή: DW