Επιτόκια από την ΕΚΤ: Τι λένε οι αγορές

ΕΚΤ

Υψηλότερες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα βλέπουν οι αγορές.

Σημειώνεται πως η ΕΚΤ θα συνεδριάσει τη Πέμπτη, 16 Μαρτίου για το θέμα των επιτοκίων. Επίσης επισημαίνεται πως η Τράπεζα αναμένεται να αυξήσει τα βασικά επιτόκιά της κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, όπως είχε προαναγγελθεί στην συνεδρίασή της που είχε γίνει στις αρχές Φεβρουαρίου.

Πάντως το επιτόκιο καταθέσεων έχει ήδη αυξηθεί κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες από τον περασμένο Ιούλιο και θα φθάσει στο 3%.

Αξιοσημείωτο είναι δε πως και μετά τον Μάρτιο θα συνεχιστούν οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, όπως είχε προαναγγελθεί στην τελευταία συνεδρίαση της Τράπεζας και που επιβεβαίωσε πρόσφατα η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ.

Ποιο είναι το επόμενο βήμα

Από το πόσο όμως θα αυξηθούν εκ νέου τα επιτόκια της ΕΚΤ δηλαδή εάν η άνοδο τους θα είναι κατά μισή ποσοστιαία μονάδα ή και σε χαμηλότερα επίπεδα, όπως και η συνολική έκτασή τους αυτό θα εξαρτηθεί από τα στοιχεία που θα δοθούν στη δημοσιότητα τους επόμενους μήνες για τον πληθωρισμό τους αλλά και από τις προβλέψεις  που θα κάνει η κεντρική τράπεζα για την πορεία του σε μεσοπρόθεσμη βάση.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν επεσήμανε πως προϋπόθεση για να σταματήσουν οι αυξήσεις επιτοκίων είναι να μειωθεί το ποσοστό του τρέχοντος πληθωρισμού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο πληθωρισμός θα μειωθεί κάτω από τα επίπεδα του 2% το 2025. Ο ίδιος σημείωσε πως όταν το επιτόκιο φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο του, τότε θα διατηρηθεί σε αυτό για αρκετά τρίμηνα πριν αρχίσει να μειώνεται.

Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό τον Φεβρουάριο

Τον Φεβρουάριο ο πληθωρισμός ήταν αυξημένος σε μεγάλες χώρες – όπως στην Γερμανία, στην Γαλλία και στην Ισπανία, όπως έδειξαν σχετικά στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι επενδυτές να αναθεωρήσουν να θεωρήσουν προς τα πάνω για το που θα φθάσουν τελικά τα επιτόκια. Μάλιστα οι αγορές χρήματος προεξοφλούν ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα ανέλθει στο 4%, δηλαδή θα αυξηθεί συνολικά ακόμη κατά 1 ποσοστιαία μονάδα μετά τον Μάρτιο

Έντονη αναμένεται να είναι η συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ για τις επόμενες κινήσεις των επιτοκίων. Αναλυτικά:

Οι εκπρόσωποι του δεύτερου στρατοπέδου είναι πιο αισιόδοξοι για την πορεία του πληθωρισμού. Ο Φίλιπ Λέιν σημείωσε πρόσφατα πως ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί σημαντικά όχι μόνο στην ενέργεια όπου έχει αποκλιμακωθεί τους τελευταίους μήνες (η αύξηση τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση ήταν 13,7% από 18,9% τον Ιανουάριο) αλλά και στα τρόφιμα και γενικότερα στα προϊόντα.

Σύμφωνα με τον  Λέιν,  οι χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, η βελτίωση της κατάστασης στις εφοδιαστικές αλυσίδες μετά και το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας, τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των κυβερνήσεων και οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ θα φέρουν την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.

Ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή

Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, ο γενικός δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε 8,5% τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση έναντι αύξησης 8,6% που είχε σημειώσει  τον Ιανουάριο, ενώ στην Ελλάδα επιβραδύνθηκε στο 6,5% έναντι 7,3%, αντίστοιχα.

Όσον αφορά την Ευρωζώνη επισημαίνεται πως υπήρξε μια οριακή μεταβολή στο Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και ενδεχομένως να μην υπάρχει καν όταν βγουν τα τελικά στοιχεία στα μέσα Μαρτίου (τον Ιανουάριο τα προκαταρκτικά στοιχεία έδειχναν τον γενικό δείκτη να αυξάνεται 8,5% για να αναθεωρηθούν στη συνέχεια στο 8,6%).

Αυτό που προβληματίζει είναι ότι ο δομικός πληθωρισμός που δεν περιλαμβάνει τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των νωπών τροφίμων- αυξήθηκε στο επίπεδο – ρεκόρ του 7,4% από 7,1%  που ήταν τον Ιανουάριο.

Αυτό συνέβη λόγω των τιμών των επεξεργασμένων τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού που σημείωσαν άνοδο 15,5% έναντι 15% που είχε σημειώσει τον Ιανουάριο καθώς και οι τιμές των μη ενεργειακών βιομηχανικών προϊόντων και των υπηρεσιών που αυξήθηκαν 6,8% και 4,8% από 6,7% και 4,4% τον Ιανουάριο.

Αντίστοιχα, ένας άλλος δείκτης του δομικού πληθωρισμού – που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων (νωπών και επεξεργασμένων), του αλκοόλ και του καπνού – αυξήθηκε στο 5,6% από 5,3% που ήταν αρχικά.

 

 

 

Exit mobile version