Μία πολύβουη λαϊκή αγορά είχε προσδώσει μοναδική ατμόσφαιρα στη γειτονιά των Δίδυμων Πύργων. 16 χρόνια μετά την πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στην καρδιά της Νέας Υόρκης, οι πάγκοι της λαϊκής επιστρέφουν.
Αρώματα βασιλικού και λεβάντας αναδύονται στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Ντομάτες, λάχανα, καλαμπόκια στοιβάζονται στους ξύλινους πάγκους με τις λευκές τέντες, που φαντάζουν μινιατούρες στη σκιά του απαστράπτοντος One World Trade Center. Το νέο αρχιτεκτονικό σύμβολο της αμερικανικής μητρόπολης ορθώνεται στα 550 μέτρα και είναι ο ψηλότερος ουρανοξύστης των ΗΠΑ. «Κάθε Τρίτη λαϊκή» ενημερώνει η πράσινη ταμπέλα στο ισόγειο. Τουρίστες περιεργάζονται τα ροδάκινα ή δοκιμάζουν ντόνατς με μήλο. Αλλά στους πιο πολλούς πάγκους η κίνηση είναι μάλλον υποτονική. «Πάλι δεν κινείται τίποτα» μουρμουρίζει ο Ρον Σάμασκοτ, ένας από τους πωλητές. Στα 63 του χρόνια συνεχίζει ακάθεκτος, κι ας γκρινιάζει που και που. Αξέχαστη θα του μείνει βέβαια η 11η Σεπτεμβρίου του 2001.
Εκείνη τη μέρα δεν θα ερχόταν καν στη Νέα Υόρκη για να πουλήσει την πραμάτεια του. Είχε κανονίσει να στείλει τον αδερφό του, ο οποίος όμως την τελευταία στιγμή το ακύρωσε λόγω άλλων υποχρεώσεων. «Κι έτσι ήρθα εγώ, μου φαινόταν μία υπόθεση ρουτίνας, μία μέρα σαν όλες τις άλλες», θυμάται ο Ρον Σάμασκοτ. Ξημερώματα έστησε τον πάγκο, μαζί με πέντε συνεργάτες του. Κανείς δεν φανταζόταν τί θα επακολουθούσε. Ξαφνικά, στις 8.46 το πρωί «ήταν σαν να βρεθήκαμε σε διάδρομο προσγείωσης, σαν να μπερδεύτηκε ο πιλότος και να ήρθε εκεί κατά λάθος». Ακολούθησε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Η πρώτη επίθεση στον Βόρειο Πύργο. «Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τρέξω, αλλά πού να πάω; Κοίταξα ψηλά, είδα τους πρώτους ορόφους να φλέγονται», λέει ο Ρον. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τί έγινε. Ωστόσο «ο κόσμος έβγαινε με ψυχραιμία από τους κάτω ορόφους, κάποιοι μάλιστα έρχονταν κι από τη λαϊκή για να πάρουν φρούτα καθώς επέστρεφαν σπίτι…»
Πανικός μετά τη δεύτερη επίθεση
Στις 9.03 ένα δεύτερο αεροπλάνο έπεσε στον Νότιο Πύργο και όλα τα αποθέματα ψυχραιμίας εξαντλήθηκαν. «Εκείνη τη στιγμή ήθελα μόνο να φύγω», λέει ο Ρον Σάμασκοτ. Πρόλαβε να πάρει μαζί του τις εισπράξεις της ημέρας, αλλά όχι να ξεστήσει τον πάγκο του. Άρχισε να τρέχει προς το Μπρόντγουεϊ. «Έτρεξα τουλάχιστον είκοσι τετράγωνα και μετά κατάφερα επιτέλους να μιλήσω με τον αδερφό μου στο κινητό. Έβλεπε τα πάντα στην τηλεόραση, εκείνος μου είπε ότι οι Δίδυμοι Πύργοι καταρρέουν. Έκανα μεταβολή και το είδα κι εγώ με τα μάτια μου». Εκείνο το βράδυ ο Ρον δεν πήγε στο σπίτι του. Ξενύχτησε σε ένα ξενοδοχείο στο Μανχάταν, βλέποντας τηλεόραση. Πέρασαν εβδομάδες μέχρι να μάθει ότι όλοι οι συνάδελφοί του ήταν σώοι και αβλαβείς, μόνο οι πάγκοι και τα φορτηγά τους είχαν θαφτεί στα ερείπια των Δίδυμων Πύργων.
Για πολλούς μήνες ο Ρον δεν μπορούσε να ησυχάσει, έβλεπε εφιάλτες τα βράδια. Κι όμως, ήθελε να επιστρέψει στον πάγκο του, στη δουλειά του, να ξαναρχίσει τη ζωή του. «Ήταν η αγαπημένη μου λαϊκή αγορά», λέει. «Είχε πάντα κίνηση, πολλές φορές παίρναμε και τα παιδιά μαζί μας, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην ταράτσα των Πύργων και χαζεύαμε τη θέα». Οι πρώτες προσπάθειες για την αναβίωση της λαϊκής δεν είχαν τύχη. Αλλά και ο σημερινός χώρος δεν προσφέρεται, υποστηρίζει ο Ρον, καθώς οι «οικοδομικές εργασίες δεν τελειώνουν και οι περαστικοί είναι ακόμα λίγοι». Οι προδιαγραφές ασφαλείας είναι πιο αυστηρές πλέον. Καμιά δεκαριά είναι οι τολμηροί πωλητές που δίνουν το παρών στη νέα λαϊκή αγορά, πέντε από αυτούς είχαν άδεια και πριν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Ελπίδες για το μέλλον
Η σημερινή κατάσταση δεν είναι ιδανική, όλοι το γνωρίζουν αυτό. Αλλά οι προσδοκίες για το μέλλον είναι τεράστιες. Ο τοπικός σύνδεσμος πωλητών GrowNYC, που εκπροσωπεί και τις 50 λαϊκές αγορές της Νέας Υόρκης, πιστεύει ότι η λαϊκή του Μανχάταν θα έχει μεγάλη ανταπόκριση στα επόμενα χρόνια.
«Ο κόσμος ήθελε να ξαναστήσουμε οπωσδήποτε τη συγκεκριμένη αγορά» δηλώνει η επικεφαλής του GrowNYC, Τζέσικα Λάπιν, στους New York Times. Ο Ρον Σάμασκοτ πάντως λέει ότι «φέτος δεν υπάρχουν περιθώρια για να αλλάξει κάτι». Η αγαπημένη λαϊκη αγορά του Μανχάταν κλείνει προσωρινά τον Νοέμβριο. Αλλά του χρόνου, το αργότερο το καλοκαίρι, θα ανοίξει και πάλι. Για να υποδεχθεί- αυτό ελπίζουν όλοι- ακόμη περισσότερους Νεοϋορκέζους.
Πηγή: DW