DW:Τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη Εμπορίας Όπλων

Η Συνθήκη Εμπορίας Όπλων, που τέθηκε σε ισχύ στις 24 Δεκεμβρίου, φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα εργαλείο ελέγχου των εξοπλισμών προς χώρες που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πόσο αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;

Όταν η Συνθήκη Εμπορίας Όπλων (ΑΤΤ), εγκρίθηκε στα ΗΕ με συντριπτική πλειοψηφία προκάλεσε ατμόσφαιρα ευφορίας για την ιστορική της σημασία «ως ακρογωνιαίος λίθος για τον περιορισμό των εξοπλισμών». Υπήρξαν όμως και οι επικριτές που επεσήμαναν ότι η Συνθήκη δεν προβλέπει, για παράδειγμα, κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής της. Επίσης, διατηρεί το καθεστώς μυστικότητας όταν οι εξαγωγές όπλων άπτονται της εθνικής ασφάλειας μιας χώρας.

«Θέτει για πρώτη φορά νομικό πλαίσιο»

Από την άλλη πλευρά η Συνθήκη Εμπορίας Όπλων προβλέπει μια σειρά από δεσμευτικούς κανόνες. Οι χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη απαγορεύεται να πουλήσουν όπλα, πολεμοφόδια και συγκεκριμένο οπλικό υλικό σε χώρες, σε βάρος των οποίων τα ΗΕ έχουν επιβάλει εμπάργκο όπλων. Η απαγόρευση ισχύει και όταν τα όπλα χρησιμοποιηθούν για πράξεις γενοκτονίας ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. «Βρίσκω εξαιρετικά σημαντικό ότι η Συνθήκη Εμπορίας Όπλων τέθηκε σε ισχύ», δήλωσε στη DW ο Γιαν βαν Άκεν, βουλευτής του κόμματος Η Αριστερά. «Αλλά ας είμαστε ρεαλιστές. Με αυτό το περιεχόμενο δεν πρόκειται να αλλάξει στην πραγματικότητα τον κόσμο. Τα στάνταρτ της είναι τόσο χαμηλά που δεν θα επηρεάσει τις πωλήσεις. Βέβαια, θα με ρωτήσετε, γιατί παρόλα αυτά βρίσκω τη συνθήκη καλή. Πολύ απλά, διότι για πρώτη φορά θέτει διεθνώς νομικό πλαίσιο για το εμπόριο όπλων. Και εάν γίνουν κάποια επόμενα βήματα προς την κατεύθυνση μερικής απαγόρευσης όπλων, τότε μπορούμε να προσπαθήσουμε να ανεβάσουμε τα στάνταρτ της Συνθήκης».
Η Συνθήκη Εμπορίας Όπλων προβλέπει επίσης ότι θα πρέπει να εξετάζεται πάντα εάν οι εξαγωγές θέτουν σε κίνδυνο την υπόθεση της ειρήνης ή εάν τα όπλα μπορούν να πέσουν στα χέρια τρομοκρατών ή εγκληματιών με παγκόσμια δράση.

Τα όπλα ως προϊόν οικονομικού ανταγωνισμού

Βέβαια ένας τέτοιος έλεγχος στην πράξη είναι ανέφικτος. Όταν το 1970 Γερμανία και Γαλλία πούλησαν αντιαρματικούς πυραύλους στη Συρία, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι 40 χρόνια αργότερα θα έπεφταν στα χέρια τζιχαντιστών και θα χρησιμοποιούνταν εναντίον των δυτικών δυνάμεων. Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Αντάμοβιτς, διευθυντής του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Γερμανικής Αμυντικής Βιομηχανίας και Ασφαλείας, υποστηρίζει ότι η Συνθήκη δεν πρόκειται να αλλάξει τα δεδομένα στη Γερμανία καθώς οι όροι ελέγχου για τις εξαγωγές όπλων, που έχει θεσπίσει η χώρα, είναι ήδη αυστηροί. Υπάρχει όμως και η πτυχή του οικονομικού ανταγωνισμού. Για να σταματήσει η κούρσα εξοπλισμών σημασία έχει να προσχωρήσουν στη νέα Συνθήκη, κι άλλες χώρες με μεγάλες εξαγωγές όπλων, όπως η Ρωσία και η Κίνα. «Ορισμένες δυτικές χώρες του Νάτο, όπως οι ΗΠΑ, θέλουν τις ίδιες συνθήκες ανταγωνισμού με την Κίνα, τη Ρωσία, που δεν έχουν υπογράψει τη Συνθήκη και πωλούν όπλα χωρίς να δίνουν λογαριασμό και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ανθρωπιστικά κριτήρια», καταγγέλλει ο Mίχαελ Ασκενάζι από τo International Conversion Center στη Βόννη.

Παρά τις αδυναμίες ο Γκεοργκ Βίλχελμ Αντάμοβιτς θεωρεί θετικό ότι με τη Συνθήκη Εμπορίας Όπλων μπαίνει για πρώτη φορά μια νομική βάση, που δίνει σε όλες τις χώρες ασφάλεια δικαίου και θα μπορεί να οδηγήσει στον περιορισμό περιπτώσεων κατάχρησης εμπορίας όπλων.

 

Πηγή: Deutsche Welle


Exit mobile version