Μεγάλα μποτιλιαρίσματα στους δρόμους του Καλέ υπάρχουν κυρίως τις Τετάρτες και τις Πέμπτες.
Εκεί στριμώχνονται τα φορτηγά, σε αυτή την «ζούγκλα» όπως την αποκαλούν οι κάτοικοι της περιοχής, με κατεύθυνση το λιμάνι.
Μετανάστες φτιάχνουν μικρές ομάδες και προσπαθούν να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να σκαρφαλώσουν και να κρυφτούν μέσα σε αυτά. Ένας από αυτούς είναι ο Γιούνις. «Πρέπει να βρεις την κατάλληλη στιγμή, ο χρόνος είναι λίγος» λέει «και αν δεν τα καταφέρεις έρχονται οι αστυνομικοί». Χρησιμοποιούν δακρυγόνα και κλομπς για να τους απομακρύνουν.
«Οι αστυνομικοί είναι πολύ βίαιοι. Είναι αυτή η Ευρώπη;» διερωτάται ο Ταχίρ ένας φίλος του.
Ο Γιούνις προσπάθησε ήδη πάνω από τριάντα φορές να τα καταφέρει και να κρυφτεί σε ένα φορτηγό. Δεν τα κατάφερε. Ο 26χρονος νεαρός είναι από το νότιο Σουδάν από τη φυλή των Νουβίων.
Η φυλή του διώκεται στη χώρα του. Είναι δάσκαλος στο επάγγελμα αλλά κάνει ό,τι δουλειά βρει για να επιβιώσει.
Έφθασε στην Ευρώπη μαζί με τον Χαλίντ, ένα φίλο του από τη Λιβύη. Διακινητές τους πήραν με φορτηγά και τους μετέφεραν μέσα από την έρημο του Σουδάν στη Λιβύη.
Το νερό που είχαν στη διάθεσή τους για να πιουν ήταν λιγοστό. Όποιος διαμαρτυρόταν τον χτυπούσαν. Αρκετοί πέθαναν στη διαδρομή.
«Μια θέση στη ζωή»
Οι δυο τους κατάφεραν να επιζήσουν στη Λιβύη σαν παράνομοι εργάτες. Η κατάσταση στη χώρα γινόταν ωστόσο όλο και χειρότερη. Παντού υπήρχαν όπλα. Κάποια στιγμή ο Γιούνις συνελήφθη από την αστυνομία. Κατάφερε να ξεφύγει.
Πήγε στο λιμάνι της Σουάρα. Εκεί πλήρωσε 2.000 ευρώ σε έναν διακινητή και μαζί με άλλους 350 μπήκε σε ένα πλοιάριο.
Στο τιμόνι ήταν ένας 18χρονος που δεν είχε ιδέα από θάλασσα. Κάποια στιγμή κατάφεραν να ειδοποιήσουν τον διακινητή, ο οποίος ήρθε και τους τράβηξε με ένα άλλο πλοιάριο στα διεθνή ύδατα. Αν πνίγονταν δεν θα ήταν καλό για τη «φήμη» του.
Κάποια στιγμή τους περιμάζεψαν, όπως χιλιάδες άλλους, οι ιταλικές αρχές. Στη Σικελία τον έβαλαν σε ένα λεωφορείο και από εκεί πήγε στο Μιλάνο. Από εκεί κατάφερε κρυμμένος στις τουαλέτες ενός τρένου να φθάσει στο Καλέ.
«Θέλω μια θέση στη ζωή!» λέει. Αυτό που πάνω από όλα τον ενδιαφέρει είναι να φέρει κοντά του την οικογένειά του. Να αγκαλιάσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
H ελπίδα της αίτησης ασύλου
Κάθε απόγευμα στέκεται για δυο ώρες στην ουρά για ένα πιάτο φαί. Ένα καθημερινό τελετουργικό για 3.000 μετανάστες.
Η γαλλική κυβέρνηση πληρώνει τα έξοδα και μια μη κυβερνητική οργάνωση ετοιμάζει το φαγητό. Στο χώρο που διανέμεται το φαγητό μένουν και πενήντα γυναίκες με τα παιδιά τους.
Οι άνδρες μόλις φάνε θα πρέπει και πάλι να επιστρέψουν στα αυτοσχέδια καταλύματα τους. Τα υλικά για τις καλύβες τους τα παρέχουν ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Πάντως και ανάμεσα τους υπάρχει ιεραρχία. Οι Αφγανοί έχουν τον έλεγχο. Συχνά υπάρχουν διαξιφισμοί και εντάσεις μεταξύ τους.
Συνήθως διαμένουν κατά εθνότητες. Ένας νεαρός από τη Συρία λέει με δάκρια στα μάτια «Εγώ είμαι από το Χαλέπι αλλά το Χαλέπι δεν υπάρχει πια».
Ο φίλος του Γιούνις έκανε αίτηση για άσυλο πριν από λίγες μέρες στη Γαλλία και κατάφερε να μείνει σε ένα κανονικό κατάλυμα σε μια μικρή γαλλική πόλη.
Ο Γιούνις σκέφτεται να κάνει το ίδιο. Ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή. Το ενδεχόμενο η αίτησή του να απορριφθεί δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται.
Πηγή: DW