«Στην αρχή είναι η απόλυτη αίσθηση αδρεναλίνης, το βλέπεις και θέλεις πιο πολύ ακόμα… Θα περάσει πολύς χρόνος μέχρι να αντιδράσει το σώμα σου, να σου πει ότι δεν πάει άλλο…».
Έτσι περιγράφει ένας αναλυτής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τα εντατικά ωράρια και την απόλυτη αφοσίωση στα καθήκοντά του. Δεν θέλει να αναφέρει το όνομά του.
Λέει μόνο ότι εργάζεται εδώ και 16 ολόκληρα χρόνια στην τράπεζα και αισθάνεται ότι έχει κίνητρο, ακόμα και σήμερα, όταν μάλιστα συμμετέχει στη συντονισμένη προσπάθεια για τη σωτηρία του ευρώ.
Για να τα πετύχει τον στόχο του δίνει το παρών 12 με 14 ώρες την ημέρα και αφήνει ανοιχτό το Blackberry τα βράδια, ακόμα και τα Σαββατοκύριακα. Εργάζεται πυρετωδώς, αγνοεί τα πρώτα σημάδια κόπωσης.
«Στο κεφάλι σου στριφογυρίζει συνεχώς η ίδια φράση: δεν μπορώ άλλο, δεν θέλω άλλο. Μερικές φορές με έπιαναν τα κλάματα σε στιγμές που δεν είναι για κλάματα. Είχε έρθει το τέλος». Οι γιατροί διέγνωσαν «σύνδρομο burnout», δηλαδή χρόνια κόπωση, και έστειλαν τον αναλυτή της ΕΚΤ για θεραπεία έξι εβδομάδων σε ειδική κλινική.
Ο ίδιος υποστηρίζει σήμερα ότι η θεραπεία τον έσωσε, δίνοντάς του και πάλι τη δυνατότητα να προσέχει τον οργανισμό του και να αναγνωρίζει τα όριά του.
Η IPSO βλέπει έλλειψη προσωπικού
Τα τελευταία χρόνια η ΕΚΤ αποκτά μεγαλύτερη ισχύ και περισσότερες αρμοδιότητες ή «ευαίσθητες αποστολές», από τη σταθεροποίηση του ευρώ μέχρι την παρέμβαση στις αγορές ομολόγων και την εποπτεία συστημικών τραπεζών σε όλη την Ευρώπη.
Προκαλεί όμως και πιο έντονες αντιδράσεις, όπως άλλωστε φάνηκε στα εγκαίνια του νέου κτιρίου της ΕΚΤ στη Φραγκφούρτη τον Μάρτιο.
«Τους ζητούν πολλά και ζητούν και οι ίδιοι πολλά από τον εαυτό τους» τονίζει ο Γιοχάνες Πρίζεμαν, αντιπρόεδρος του συνδικάτου IPSO, το οποίο εκπροσωπεί υπαλλήλους των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.
Από πρόσφατη έρευνα μέσω ερωτηματολογίου προκύπτει το συμπέρασμα ότι ένας στους τρεις εργαζόμενους της ΕΚΤ υποφέρει από χρόνια κόπωση, ενώ ένα αντίστοιχο ποσοστό αντιμετωπίζει ιδιαίτερο φόρτο εργασίας.
Εδώ και χρόνια η ΕΚΤ καταγράφει έλλειψη προσωπικού, αλλά δεν προβλέπει νέες οργανικές και μόνιμες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με πηγές της ΕΚΤ το 50% του προσωπικού εργάζεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή και με «σύμβαση δανεισμού».
Στη γερμανική κεντρική τράπεζα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική: μόνο οι 146 από τους συνολικά 10.000 εργαζόμενους στην Μπούντεσμπανκ έχουν σύμβαση ορισμένου χρόνου.
Σε ανοιχτή επιστολή τους τα συνδικάτα ζητούν πλέον από τους επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών στις χώρες της ευρωζώνης, που έχουν την αρμοδιότητα για τον προϋπολογισμό της ΕΚΤ, να εγκρίνουν 1.000 νέες, μόνιμες θέσεις εργασίας στην τράπεζα της Φραγκφούρτης.
Σύμφωνα με τον Γιοχάνες Πρίζεμαν η συνεχής απασχόληση δανεικών εργαζομένων ενέχει «στρατηγικούς και επιχειρησιακούς» κινδύνους, αλλά οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών δεν τους αντιλαμβάνονται ή θεωρούν ότι δεν έχουν κανένα συμφέρον να συμβάλουν στην ενίσχυση της ΕΚΤ.
Σπάζοντας το ταμπού του Burnout
Πολλοί εργαζόμενοι διστάζουν να μιλήσουν ανοιχτά για φαινόμενα κατάθλιψης στον χώρο εργασίας ή για εξάντληση στα όρια της χρόνιας κόπωσης.
Ο φόβος ότι μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους υπερισχύει. Η τελειοθηρία κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους είναι από τους μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου για τη χρόνια κόπωση.
Πρώην στέλεχος της ΕΚΤ, που εργαζόταν για πολλά χρόνια στις διασυνοριακές πληρωμές και θέλει να παραμείνει ανώνυμο, λέει τα εξής:
«Δεν ήθελα να δείξω αδυναμία στη δουλειά. Αλλά αισθανόμουν φόβο, ακόμα και πανικό. Τελικά ζήτησα ιατρική βοήθεια όταν κάποια στιγμή δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε ο,τιδήποτε άλλο, κοιμόμουν μισή ώρα την ημέρα και ξυπνούσα κάθιδρος, με μία αίσθηση πανικού».
Εντατικοί ήταν και οι ρυθμοί της δουλειάς. Τα διαλείμματα γίνονταν όλο και λιγότερα. «Πιστεύω ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να μιλήσουν ανοιχτά για τους κινδύνους που συνεπάγεται μία χρόνια κόπωση. Πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο που οφείλεται σε συνεχή εντατικοποίηση στην εργασία και στη ροή της πληροφορίας» λέει το πρώην στέλεχος της ΕΚΤ.
Η τράπεζα της Φραγκφούρτης υπόσχεται τώρα ότι θα εγκαταστήσει ειδική τηλεφωνική γραμμή που θα δέχεται ανώνυμες καταγγελίες των εργαζομένων της, ενώ στο μέλλον θα ελέγχει πιο σχολαστικά την τήρηση του συμπεφωνημένου ωραρίου εργασίας. Όσο για το ενδεχόμενο νέων προσλήψεων, δεν θέλει να κάνει κάποιο σχόλιο.
Πηγή: Deutsche Welle