Οι κυρώσεις που είχε επιβάλει πέρσι η Ουάσιγκτον στην Άγκυρα -με άλλη αφορμή βέβαια (υπόθεση πάστορα Μπράνσον)- είχε προκαλέσει βαθιά νομισματική κρίση στην Τουρκία. Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν τα τελευταία 24ωρα όμως, όπως η αύξηση των τιμωρητικών δασμών σε εισαγόμενο χάλυβα ή η διακοπή των διαπραγματεύσεων με αντικείμενο διμερή εμπορική συμφωνία, δεν είχαν τόσο μεγάλο αντίκτυπο.
Σύμφωνα με αναλυτές, αυτό οφείλεται καταρχήν στο γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση ήταν αυτή τη φορά πολύ πιο προσεκτική και συγκρατημένη όσον αφορά το εύρος των κυρώσεων.
Μάλλον μικρής ισχύος τα μέτρα, σχολιάζει ο Τούρκος οικονομολόγος Μουσταφά Σενμέζ. Από την πλευρά του ο επικεφαλής του γερμανοτουρκικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κωνσταντινούπολη Τίλο Παλ εκτιμά ότι «η αρκετά πιο μετριοπαθής σε σχέση με τις αμερικανικές κυρώσεις της περασμένης χρονιάς αντίδραση του τουρκικού νομίσματος οφείλεται και στο ότι ορισμένοι οικονομικοί δείκτες είναι πλέον αρκετά πιο σταθεροί απ΄ ότι τότε». Μεταξύ άλλων ο πληθωρισμός κινείται πλέον και πάλι σε μονοψήφια ποσοστά ενώ τα επιτόκια έχουν προσαρμοστεί προς τα κάτω.
Αυτό όμως δεν αποκλείει να προκύψουν προβλήματα στο άμεσο μέλλον. Οι ΗΠΑ απειλούν με επιπρόσθετες κυρώσεις σε περίπτωση που δεν υπάρξει άμεση κατάπαυση του πυρός στη βόρεια Συρία. Σύμφωνα με τον Μουσταφά Σενμέζ, η μεγαλύτερη και πιο «μακροπρόθεσμη ανησυχία» είναι «να μετριάσουν οι κυρώσεις αυτές την όρεξη των ξένων επενδυτών. Βλέπουμε ήδη τα πρώτα σημάδια στο παράδειγμα της Volkswagen».
Δεδομένης της τουρκικής εισβολής στη βόρεια Συρία η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen ανέβαλε καταρχήν τη λήψη των τελικών αποφάσεων για την κατασκευή του νέου εργοστασίου της έξω από τη Σμύρνη. Και αυτό ενώ τις τελευταίες εβδομάδες η διοίκηση διοχέτευε στη δημοσιότητα την πληροφορία ότι οι σχετικές διαπραγματεύσεις με την τουρκική πλευρά βρίσκονται στην τελική ευθεία.
Οι κίνδυνοι που απορρέουν από την απώλεια ενός μεγάλου επενδυτή είναι πολύ μεγαλύτεροι και θα προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερη ανασφάλεια από τις «μαλακές» αμερικανικές κυρώσεις, εκτιμά ο Νετζίπ Μπαγκόγλου από το Germany Trade&Invest. Η Άγκυρα ήλπιζε ότι η επένδυση δισεκατομμυρίων της VW θα έστελνε ένα θετικό μήνυμα για τα σύνολο της σκληρά δοκιμαζόμενης τουρκικής οικονομίας και, κυρίως, ότι θα προσέλκυε στη χώρα και άλλους ξένους επενδυτές.
Η γενικότερη ανασφάλεια που προκαλείται όμως τώρα λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά για πολλούς δυνητικούς επενδυτές, ακόμη και για εκείνους που δραστηριοποιούνται ήδη στην Τουρκία. Όπως επισημαίνει ο Τίλο Παλ, το τελευταίο διάστημα ακούει όλο και πιο συχνά ότι επιχειρήσεις δεν παίρνουν το «πράσινο φως» των μητρικών τους εταιρειών για επιπρόσθετες επενδύσεις σε τουρκικό έδαφος. Οι επενδύσεις «δεν προωθούνται, αλλά αναβάλλονται», όπως λέει.
Επιπτώσεις στον τουρισμό
Στον τουριστικό κλάδο, που θεωρείται η ατμομηχανή της τουρκικής οικονομίας, δεν φαίνεται να υπάρχει καταρχήν ανησυχία. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου η εθνική στατιστική υπηρεσία κατέγραφε μια αύξηση του αριθμού των επισκεπτών κατά 14,7% σε σχέση με πέρσι. Ο πρόεδρος της Τουρκικής Ομοσπονδίας Ξενοδόχων Οσμάν Αγίκ εμφανίζεται καθησυχαστικός, εκτιμώντας ότι οι εξελίξεις από τα πεδία των μαχών δεν θα επηρεάσουν την τουριστική κίνηση στη χώρα. Αφενός η επέμβαση δεν θα διαρκέσει πολύ και «αφετέρου οι τουριστικές περιοχές στην Τουρκία είναι μακριά από εκείνες όπου γίνεται η επίθεση», όπως εκτιμά.
Εντούτοις για τον τουρισμό ελλοχεύουν άλλοι κίνδυνοι που συνδέονται έμμεσα με την τουρκική εισβολή. Ειδικοί προειδοποιούν για τον κίνδυνο επιθέσεων του PKK σε τουρκικό έδαφος, σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους Κούρδους μαχητές του YPG στη Συρία. Πιθανές επιθέσεις εναντίον τουρκικών μεγαλουπόλεων, όπως το 2016, θα επέφεραν βαρύτατο πλήγμα στον τουρισμό. Και αυτό θα μπορούσε να συμπαρασύρει φυσικά και την υπόλοιπη οικονομία.
Πηγή Πληροφοριών: Deutsche Welle