Με το Brexit υλοποιείται ένας σημαντικός καθοδικός κίνδυνος για την παγκόσμια ανάπτυξη, αναφέρει σημείωμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προς τη G 20 (την ομάδα των είκοσι μεγαλύτερων αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών), εν όψει της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών και των Διοικητών των Κεντρικών Τραπεζών της αύριο και μεθαύριο στην πόλη Τσενγκντού της Κίνας.
Οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, που αναμενόταν να αναθεωρηθούν ελαφρά ανοδικά πριν από το βρετανικό δημοψήφισμα, αναθεωρήθηκαν ελαφρά πτωτικά για το 2016 και το 2017, αντανακλώντας τις αναμενόμενες μακροοικονομικές συνέπειες από μία σημαντική αύξηση της οικονομικής, πολιτικής και θεσμικής αβεβαιότητας. «Αλλά με το Brexit να βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, είναι ξεκάθαρα πιθανό να υπάρξουν πιο αρνητικά αποτελέσματα», σημειώνουν τα στελέχη του Ταμείου.
Αυτό το πισωγύρισμα, σημειώνεται, συμβαίνει σε ένα περιβάλλον, όπου οι βάσεις της ανάπτυξης είναι ήδη αδύναμες, λόγω ενός συνδυασμού επίμονων και αλληλοσυνδεόμενων δυνάμεων, που περιλαμβάνουν:
α) Την μετά την κρίση τάση επιβράδυνσης στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, η οποία επιδεινώνεται από τη γήρανση του πληθυσμού,
β) Το υπερβολικό χρέος στις αναπτυγμένες οικονομίες, την αυξανόμενη μόχλευση των επιχειρήσεων και νησίδες υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας σε αναδυόμενες οικονομίες, που έχουν μείνει από την κρίση και
γ) Τη μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας μετά την κρίση, λόγω των επίμονα χαμηλών επενδύσεων και της υψηλής ανεργίας.
«Όχι μόνο είναι χαμηλή η ανάπτυξη, αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι άνιση η κατανομή της. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, υπονομεύοντας τη στήριξη για τις μεταρρυθμίσεις καθώς και για το άνοιγμα στο εμπόριο και τη μετανάστευση», αναφέρει το ΔΝΤ.
Οι καθοδικοί κίνδυνοι έχουν γίνει πιο εμφανείς, καταδεικνύοντας την κρίσιμη σημασία ισχυρών πολιτικών, σημειώνει το ΔΝΤ, προσθέτοντας: «Μία αποτυχία να υπάρξει καθαρή εικόνα σχετικά με τη μελλοντική σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ θα ενίσχυε την αβεβαιότητα και θα επιβάρυνε την εμπιστοσύνη. Αυτός ο βραχυπρόθεσμος κίνδυνος θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά από την έλλειψη αποφασιστικής δράσης για την αντιμετώπιση της αδυναμίας στις βάσεις της ανάπτυξης. Και, αν δεν υπάρξει καλή διαχείριση, η μετάβαση της Κίνας (σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο) θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω τη μεταβλητότητα της βασικής διαδρομής της παγκόσμιας οικονομίας. Απέναντι σε αυτό το περιβάλλον, μία ανεπαρκής ανασύσταση πολιτικών που θα απορροφούν τους κραδασμούς και μία ανεπαρκής αντιμετώπιση των εταιρικών και χρηματοοικονομικών αδυναμιών στις αναδυόμενες οικονομίες θα τις άφηνε πολύ ευάλωτες σε σοκ».
Οι πολιτικές που προτείνει το Ταμείο στη G 20 περιλαμβάνουν:
α) Τα μείωση της αβεβαιότητας γύρω από το Brexit και των επιπτώσεων του. Είναι αναγκαία μία ομαλή και προβλέψιμη μετάβαση σε μία νέα σχέση μεταξύ της Βρετανίας και της ΕΕ που να διατηρεί όσο δυνατόν περισσότερο τα κέρδη από το εμπόριο.
β) Την εφαρμογή αποτελεσματικής μακροοικονομικής στήριξης. Όπου η ζήτηση είναι ακόμη χαμηλή, απαιτείται μία ευρύτερη προσέγγιση που θα αξιοποιεί τις συνέργειες πολιτικών, συνδυάζοντας τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με τις μεταρρυθμίσεις στους ισολογισμούς, μαζί με συνεχή νομισματική στήριξη και φιλικές στην ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές, περιλαμβανομένης της χρήσης των διαθέσιμων δημοσιονομικών περιθωρίων. Η ισχυρότερη αύξηση της εγχώριας ζήτησης, ιδιαίτερα στις πιστώτριες χώρες με δημοσιονομικά περιθώρια, θα βοηθούσε επίσης στη μείωση των εξωτερικών ανισορροπιών.
γ) Την αντιμετώπιση των υπερβολικών χρεών. Σε πολλές αναπτυγμένες οικονομίες, η διόρθωση των ισολογισμών παραμένει κρίσιμης σημασίας για την αύξηση των επενδύσεων, τον περιορισμό των αδυναμιών και τη βελτίωση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
δ) Η αύξηση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης που θα είναι περισσότερο κοινωνικά δίκαιη.
ε) Την ενίσχυση της πολυμερούς δράσης.